Ενόσω περίμεναν να μαζευτούν κι οι υπόλοιπες, βρήκαν την ευκαιρία να ψάξουν λίγο ακόμα ανάμεσα στα πανέρια. Όταν, όμως, η Ηλαίην στράφηκε προς το μέρος των υποζυγίων, τα οποία είχαν ήδη αρχίσει να οδηγούνται στα κτήρια, παρατήρησε πως ο Πλεχτός Κύκλος, η Ρεάνε κι όλες οι άλλες, κατευθύνονταν πεζή προς την αγροικία· μερικές έτρεχαν βιαστικά προς κάποιες γυναίκες που κείτονταν στο έδαφος, κι άλλες προς κάποιες που τις κοιτούσαν άναυδες. Ναι, ήταν όλες εκεί, μα ούτε ίχνος της Ισπάν. Ωστόσο, δεν χρειάστηκε κάτι περισσότερο από μια ματιά για να την εντοπίσει. Βρισκόταν ανάμεσα στην Αντελέας και στη Βαντέν, καθεμία εκ των οποίων την κρατούσε από το χέρι καθώς την μισοέσερναν, με τους μανδύες της σκόνης να ανεμίζουν πίσω τους.
Οι ασπρομάλλες αδελφές είχαν δημιουργήσει σύνδεσμο καθώς η λάμψη του σαϊντάρ τις περικύκλωνε, εξαιρώντας την Ισπάν. Δεν υπήρχε τρόπος να διακρίνεις ποια ηγούνταν του μικρού κύκλου και κρατούσε τη θωράκιση πάνω στη Σκοτεινόφιλη, αλλά ήταν τόσο γερή που ούτε Αποδιωγμένος δεν θα την έσπαγε. Σταμάτησαν για να μιλήσουν σε μια στιβαρή γυναίκα με απέριττο μάλλινο φόρεμα, η οποία έχασκε κοιτώντας το πέτσινο σακί που κάλυπτε το κεφάλι της Ισπάν, χωρίς όμως να σταματήσει τις υποκλίσεις. Τους έδειξε ένα από τα λευκοσοβατισμένα κτήρια.
Η Ηλαίην αντάλλαξε ματιές με την Αβιέντα. Οι δικές της ήταν κάπως θυμωμένες. Μερικές φορές, το πρόσωπο της Αβιέντα γινόταν τόσο πέτρινο, ώστε δύσκολα καταλάβαινε κανείς τι αισθανόταν. Αφού παρέδωσαν τα άλογά τους σε δύο από τους σταβλίτες του παλατιού, πλησίασαν βιαστικά την τριάδα. Κάποιες γυναίκες που δεν ανήκαν στο Σόι προσπάθησαν να τις ρωτήσουν τι συνέβαινε, μερικές με πολύ ενοχλητικό τρόπο, αλλά η Ηλαίην δεν τους έδωσε σχεδόν καθόλου σημασία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα περιφρονητικά ρουθουνίσματα εκ μέρους τους. Και τι δεν θα έδινε για να είχε ήδη εκείνο το αγέραστο πρόσωπο! Η σκέψη αυτή ανασκάλεψε ενδόμυχα κάτι μέσα στο μυαλό της, αλλά, με το που προσπάθησε να το διερευνήσει, αυτό χάθηκε.
Μόλις άνοιξε την απλή ξύλινη πόρτα, πίσω από την οποία είχε εξαφανιστεί η τριάδα, πρόσεξε πως η Αντελέας κι η Βαντέν είχαν καθίσει την Ισπάν σε μια καρέκλα με πλάτη σαν ανεμόσκαλα, με το κεφάλι της ακάλυπτο και με το σακί να κείτεται πάνω σε ένα στενό τρίποδο τραπεζάκι μαζί με τους λινούς μανδύες τους. Στο δωμάτιο υπήρχε μόνο ένα παράθυρο, τοποθετημένο στο ταβάνι, αλλά μια κι ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, το φως ήταν αρκετό. Τα ράφια σχημάτιζαν σειρές στους τοίχους, με στοίβες από μεγάλα χάλκινα δοχεία κι από ογκώδεις λευκές γαβάθες. Κρίνοντας από τη μυρωδιά του ψημένου ψωμιού, η μοναδική άλλη πόρτα θα πρέπει να οδηγούσε στην κουζίνα.
Η Βαντέν, στο άκουσμα της πόρτας, κοίταξε γύρω της ξαφνιασμένη και, βλέποντας τις νεοφερμένες, τα χαρακτηριστικά της έγιναν εντελώς ανέκφραστα. «Η Σουμέκο είπε πως τα βότανα που έδωσε η Νυνάβε στην Ισπάν σύντομα θα πάψουν να επιδρούν», είπε, «και μου φαίνεται πως θα είναι καλύτερο να της κάνουμε μερικές ερωτήσεις πριν μουδιάσουμε ξανά το μυαλό της. Νομίζω πως τώρα έχουμε χρόνο. Καλύτερα να μάθουμε τι σκόπευε να κάνει το...», το στόμα της συστράφηκε σε μια γκριμάτσα αηδίας, «...Μαύρο Άτζα στο Έμπου Νταρ. Και τι ακριβώς γνωρίζουν».
«Αμφιβάλλω αν γνωρίζουν την ύπαρξη αυτού εδώ του αγροκτήματος, εφόσον ούτε εμείς ήμασταν ενήμερες», είπε η Αντελέας χτυπώντας σκεφτική το δάχτυλό της πάνω στα χείλη της και κοιτώντας με ύφος εξεταστικό τη γυναίκα στην καρέκλα. «Καλύτερα όμως να σιγουρευτούμε τώρα παρά να κλαίμε αργότερα, όπως έλεγε κι ο πατέρας μας». Από το βλέμμα της θα έλεγες πως παρατηρούσε γεμάτη περιέργεια ένα ζώο που δεν είχε δει ποτέ στο παρελθόν, ένα πλάσμα που δεν φανταζόταν καν πως υπήρχε.
Τα χείλη της Ισπάν σούφρωσαν. Ο ιδρώτας κυλούσε στο μωλωπισμένο της πρόσωπο κι οι μαύρες πλεξούδες της με τις χάντρες ήταν ανακατωμένες. Τα ρούχα της ήταν άτακτα πεταμένα στο πάτωμα αλλά, παρά τα τσιμπλιασμένα της μάτια, δεν ήταν τόσο ζαλισμένη όσο πριν. «Το Μαύρο Άτζα είναι ένα μύθευμα, και μάλιστα ποταπό», είπε σαρκαστικά με φωνή κάπως βραχνή. Θα πρέπει να ήταν πολύ ζεστά μέσα σε εκείνο τον δερμάτινο σάκο, κι η γυναίκα δεν είχε πιει νερό από τότε που έφυγαν από το Παλάτι Τάρασιν. «Προσωπικά, εκπλήσσομαι που το έχετε πάρει στα σοβαρά. Κι αποδίδετε την κατηγορία σ’ εμένα! Ό,τι έχω πράξει, το έπραξα κατόπιν εντολών της Έδρας τής Άμερλιν».
«Της Ελάιντα;» αναφώνησε δύσπιστα η Ηλαίην. «Έχεις το θράσος να ισχυρίζεσαι πως η Ελάιντα σε διέταξε να δολοφονήσεις αδελφές και να ληστέψεις τον Πύργο; Η Ελάιντα σε διέταξε να κάνεις όσα έκανες στο Δάκρυ και στο Τάντσικο; Ή, μήπως, εννοείς τη Σιουάν; Τα ψέματά σου είναι αξιοθρήνητα! Έχεις καταπατήσει τους Τρεις Όρκους, ούτως ή άλλως, κι αυτό σε κατατάσσει στο Μαύρο Άτζα».