«Δεν είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω στις ερωτήσεις σου», είπε σκυθρωπή η Ισπάν, ζαρώνοντας τους ώμους της. «Είστε στασιάστριες ενάντια στη νόμιμη Έδρα της Άμερλιν. Θα τιμωρηθείτε, ίσως και να σιγανευτείτε. Ειδικά αν μου κάνετε κακό. Υπηρετώ την Έδρα της Άμερλιν κι, αν με βλάψετε, η τιμωρία σας θα είναι αυστηρή».
«Θα απαντήσεις σε οποιαδήποτε ερώτηση υποβάλει η κονταδελφή μου». Η Αβιέντα ήλεγξε με τον αντίχειρα το μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη της, μα τα μάτια της ήταν καρφωμένα στην Ισπάν. «Οι υδρόβιοι φοβούνται τον πόνο. Δεν ξέρουν πώς να τον αποδεχτούν. Θα απαντήσεις σε ό,τι σε ρωτήσουν». Ούτε την αγριοκοίταζε ούτε γρύλιζε, απλώς μιλούσε, αλλά η Ισπάν ζάρωσε στο κάθισμά της.
«Φοβάμαι πως αυτό τίθεται εκτός νόμου, ακόμα κι αν δεν επρόκειτο για μυημένη του Πύργου», είπε η Αντελέας. «Απαγορεύεται να χυθεί αίμα κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας ανάκρισης ή να επιτρέψουμε σε άλλους να το κάνουν για λογαριασμό μας». Ακουγόταν κάπως διστακτική, μολονότι η Ηλαίην δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό οφειλόταν στην απαγόρευση ή στην παραδοχή πως η Ισπάν ήταν μυημένη. Η ίδια δεν θεωρούσε πως η Ισπάν εξακολουθούσε να ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Υπήρχε ένα γνωμικό, πως καμιά γυναίκα δεν ξεμπερδεύει με τον Πύργο αν πρώτα δεν ξεμπερδέψει αυτός μαζί της, αλλά η αλήθεια ήταν πως, από τη στιγμή που ένιωθες το άγγιγμα του Λευκού Πύργου, δεν ξεμπέρδευες ποτέ.
Μια αυλακιά χάραξε την περιοχή ανάμεσα στα φρύδια της καθώς κοιτούσε εξεταστικά τη Μαύρη αδελφή, τόσο εξαθλιωμένη αλλά και τόσο σίγουρη για τον εαυτό της. Η Ισπάν ορθώθηκε κάπως κι εξακόντισε ματιές γεμάτες χαιρέκακη περιφρόνηση προς το μέρος της Αβιέντα — και της Ηλαίην. Ποτέ στο παρελθόν, όταν πίστευε πως μόνο η Νυνάβε κι η Ηλαίην την είχαν υπό την εποπτεία τους, δεν είχε δείξει τέτοια νηφαλιότητα· είχε ανακτήσει την αυτοπεποίθησή της μόλις θυμήθηκε ότι παρίσταντο κι οι γηραιότερες αδελφές. Αδελφές οι οποίες θεωρούσαν τον νόμο του Λευκού Πύργου κομμάτι του εαυτού τους. Αυτός ο νόμος δεν απαγόρευε μονάχα να χυθεί αίμα, αλλά και να σπάσουν κόκαλα, καθώς και διάφορα άλλα πράγματα που κάθε Λευκομανδίτης Εξεταστής θα ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να κάνει. Πριν από κάθε συνεδρίαση έπρεπε να προσφερθεί Θεραπεία, κι αν η ανάκριση ξεκινούσε με την ανατολή του ήλιου, έπρεπε να τελειώσει πριν από τη δύση κι αντιστρόφως. Ο νόμος ήταν ακόμα πιο περιοριστικός όταν αφορούσε σε μυημένες του Πύργου —αδελφές, Αποδεχθείσες και μαθητευόμενες— καταδικάζοντας τη χρήση του σαϊντάρ στην ανάκριση, στην τιμωρία ή σε οποιαδήποτε ποινή. Ε, καμιά φορά μια αδελφή μπορούσε να χρησιμοποιήσει ακροθιγώς τη Δύναμη πάνω σε μια μαθητευόμενη —αν η δεύτερη την είχε φέρει στα όριά της— ή να της δώσει μια βιτσιά στον πισινό, αλλά τίποτε περισσότερο. Η Ισπάν τής χαμογελούσε. Της χαμογελούσε! Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Αντελέας, Βαντέν, θέλω ν’ αφήσετε εμένα και την Αβιέντα μόνες με την Ισπάν». Το στομάχι της κόντευε να δεθεί κόμπος. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιος τρόπος να πιέσουν τη γυναίκα, έτσι ώστε να μάθουν όσα ήθελαν δίχως να παραβιάσουν τους νόμους του Πύργου. Πώς όμως; Όσες επρόκειτο να ανακριθούν από τον ίδιο τον Πύργο, άρχιζαν συνήθως να μιλούν πριν ακόμα ακουμπήσει δάχτυλο επάνω τους —όλος ο κόσμος ήξερε πως κανείς δεν άντεχε την ανάκριση του Πύργου· κανείς!— αλλά πολύ σπάνια επρόκειτο για μυημένες. Άκουγε και μια άλλη φωνή μέσα στο κεφάλι της, όχι της Λίνι αυτήν τη φορά, μα της μητέρας της. Ό,τι διατάζεις να γίνει, πρέπει να είσαι πρόθυμη να το κάνεις με το ίδιο σου το χέρι. Ως βασίλισσα, ό,τι διατάζεις να γίνει, το έκανες εσύ. Αν παρέβαινε τον νόμο... Να τη πάλι η φωνή της Μοργκέις. Ακόμα και μια βασίλισσα δεν μπορεί να είναι υπεράνω τον νόμου, αλλιώς δεν υπάρχει νόμος. Κι η φωνή της Λίνι. Μπορείς να κάνεις ό,τι επιθυμείς, παιδί μου. Αρκεί να είσαι πρόθυμη να πληρώσεις το τίμημα. Έβγαλε το καπέλο της δίχως να λύσει τις κορδέλες. Χρειαζόταν να καταβάλει προσπάθεια για να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της. «Μόλις... μόλις τελειώσουμε με τις ερωτήσεις που πρέπει να της κάνουμε, μπορείτε να την πάρετε πάλι πίσω, στον Πλεχτό Κύκλο». Κατόπιν, η Ισπάν θα παραδιδόταν στη Μέριλιλ. Οποιεσδήποτε πέντε αδελφές μπορούσαν να εκτελέσουν χρέη δικαστών για την επιβολή ποινής, αν τους το ζητούσαν.
Το κεφάλι της Ισπάν τινάχτηκε, τα πρησμένα μάτια της πετάγονταν πότε στην Ηλαίην και πότε στην Αβιέντα, γουρλώνοντας με αργό ρυθμό μέχρι που φάνηκε το ασπράδι. Δεν ήταν πια τόσο σίγουρη για τον εαυτό της.
Η Βαντέν με την Αντελέας αντάλλαξαν σιωπηλά βλέμματα, με τον τρόπο των ανθρώπων που έχουν περάσει τόσο πολύ καιρό μαζί, ώστε δεν χρειάζεται να ανταλλάσσουν λόγια. Έπειτα, η Βαντέν πήρε την Ηλαίην και την Αβιέντα από το μπράτσο. «Μπορώ να σας μιλήσω έξω ιδιαιτέρως για λίγο;» μουρμούρισε. Έμοιαζε με ερώτηση, αλλά ήδη τις τραβούσε προς την πόρτα.