Έξω, στην αυλή της αγροικίας, υπήρχαν περισσότερες από είκοσι γυναίκες του Σογιού, μαζεμένες κοντά-κοντά σαν πρόβατα. Δεν φορούσαν όλες Εμπουνταρινά ρούχα, αλλά δύο από αυτές είχαν τις κόκκινες ζώνες των Σοφών. Η Ηλαίην αναγνώρισε την Μπέρογουιν, μια εύσαρκη μικροκαμωμένη γυναίκα, που συνήθως επεδείκνυε μια έπαρση πολύ μεγαλύτερη από την ικανότητά της στη Δύναμη. Όχι τώρα όμως. Όπως συνέβαινε και με τις υπόλοιπες, το πρόσωπό της ήταν τρομοκρατημένο, τα μάτια της κινούνταν αστραπιαία προς πάσα κατεύθυνση, παρ’ ότι ολόκληρος ο Πλεχτός Κύκλος τις περικύκλωνε συζητώντας επίμονα. Λίγο πιο κάτω, στον δρόμο, η Νυνάβε με την Άλις πάσχιζαν να συμμαζέψουν διπλάσιο αριθμό γυναικών στο εσωτερικό ενός από τα μεγαλύτερα κτήρια. Η λέξη «πάσχιζαν» έμοιαζε η πλέον κατάλληλη.
«...δεκάρα δεν δίνω πόση περιουσία έχεις», φώναζε η Νυνάβε σε μια ψηλομύτα που φορούσε πρασινωπά μετάξια. «Μπες μέσα και μείνε εκεί, αλλιώς θα σε βάλω με τις κλωτσιές!»
Η Άλις απλά έπιασε την ντυμένη στα πράσινα γυναίκα από τον αυχένα και την πέρασε βιαστικά από την πόρτα, παρά την πολυλογία και τις έντονες διαμαρτυρίες. Ένα δυνατό κρώξιμο ακούστηκε, σαν χήνα που την ποδοπατάς κατά λάθος, κι ύστερα η Άλις εμφανίστηκε ξανά ξεσκονίζοντας τα χέρια της. Κατόπιν τούτου, οι υπόλοιπες δεν δημιούργησαν κανένα πρόβλημα.
Η Βαντέν τις απελευθέρωσε, κοιτώντας εξεταστικά τα μάτια τους. Η λάμψη την περικύκλωνε ακόμα, ωστόσο η Αντελέας θα πρέπει να συγκέντρωνε ήδη τις κοινές τους ροές. Η Βαντέν θα μπορούσε να έχει διατηρήσει τη θωράκιση χωρίς να τη βλέπει, άπαξ και την είχε υφάνει, αλλά αν το είχε κάνει εκείνη, η Αντελέας θα ήταν αυτή που θα τις έβγαζε έξω. Η Βαντέν μπορούσε να απομακρυνθεί κάμποσες εκατοντάδες βήματα προτού ο σύνδεσμος αρχίσει να εξασθενεί — δεν θα έσπαγε, ακόμα κι αν η ίδια με την αδελφή της πήγαιναν στα δύο άκρα της γης, παρ’ όλο που θα ήταν άχρηστος πολύ πριν από αυτό— όμως, παρέμεινε δίπλα στην πόρτα. Έμοιαζε σκεφτική, σαν να προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια μέσα στο κεφάλι της.
«Ανέκαθεν θεωρούσα καλύτερο ν’ αναλαμβάνουν γυναίκες με πείρα τον χειρισμό τέτοιων καταστάσεων», είπε τελικά. «Οι νέες έχουν αίμα που βράζει, οπότε μπορούν εύκολα να παρασυρθούν και να το παρακάνουν. Μερικές φορές συνειδητοποιούν πως δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν αρκετά, γιατί απλούστατα δεν έχουν δει αρκετά. Το χειρότερο είναι όταν... τους αρέσει. Όχι ότι πιστεύω πως κάποια από εσάς έχει ανάλογα ελαττώματα». Έριξε στην Αβιέντα ένα βλέμμα γεμάτο σημασία δίχως να πάψει να μιλάει· εκείνη θηκάρωσε βιαστικά το μαχαίρι της ζώνης της. «Η Αντελέας κι εγώ έχουμε δει αρκετά, ώστε να γνωρίζουμε γιατί πρέπει να κάνουμε όσα πρέπει να γίνουν, κι έχουμε πάψει από καιρό να είμαστε θερμόαιμες. Ίσως πρέπει ν’ αφήσεις το θέμα επάνω μας. Θα είναι πολύ καλύτερα έτσι». Η Βαντέν φάνηκε να θεωρεί ότι η υπόδειξή της είχε γίνει δεκτή. Ένευσε και στράφηκε προς την πόρτα.
Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να εξαφανιστεί πίσω της, όταν η Ηλαίην διαισθάνθηκε τη χρήση της Δύναμης στο εσωτερικό, μια ύφανση που θα πρέπει να κάλυπτε το δωμάτιο. Σίγουρα επρόκειτο για ξόρκι ενάντια στο κρυφάκουσμα. Δεν ήθελαν με τίποτα να φτάσουν τα λόγια της Ισπάν σε αδέσποτα αυτιά. Κατόπιν, αντιλήφθηκε απότομα ένα άλλο είδος χρήσης· ξαφνικά, η σιωπή από το εσωτερικό του δωματίου έγινε πιο δυσοίωνη από τις ενδεχόμενες κραυγές που έφραζε το ξόρκι.
Πίεσε το καπέλο πάνω στο κεφάλι της. Δεν ένιωθε μεν τον καύσωνα, αλλά η εκθαμβωτική λάμψη του ήλιου ξαφνικά της προκάλεσε ναυτία. «Βοήθησέ με να επιθεωρήσω τι κουβαλούν τα υποζύγια, αν έχεις την καλοσύνη», είπε δίχως να πάρει ανάσα. Ο τόνος της φωνής της δεν υποδήλωνε διαταγή —ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε υπ’ όψιν της να κάνει— όμως αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Η Αβιέντα ένευσε με εκπληκτική σβελτάδα· έδειχνε πως κι εκείνη ήθελε να απομακρυνθεί από την απειλητική σιωπή.
Οι Ανεμοσκόποι περίμεναν με έκδηλη ανυπομονησία όχι πολύ μακριά από το σημείο που οι υπηρέτες είχαν συγκεντρώσει τα υποζύγια, ρίχνοντας τριγύρω αγέρωχες ματιές και με τα μπράτσα σταυρωμένα κάτω από τα στήθη τους, μιμούμενες τη στάση της Ρενάιλ. Η Άλις πήγε κοντά τους και, με ένα φευγαλέο βλέμμα, ξεχώρισε τη Ρενάιλ ως ηγέτιδά τους. Την Ηλαίην και την Αβιέντα τις αγνόησε.
«Ελάτε μαζί μου», είπε ζωηρά, με τόνο που δεν δεχόταν αμφισβήτηση. «Οι Άες Σεντάι λένε πως δεν θα θέλατε να σας βλέπει ο ήλιος μέχρι να τακτοποιηθούν κάποια ζητήματα». Οι λέξεις «Άες Σεντάι» ήταν φορτισμένες τόσο με δριμύτητα όσο και με το δέος που η Ηλαίην είχε συνηθίσει να διακρίνει στις γυναίκες του Σογιού. Ίσως και περισσότερο. Η Ρενάιλ σφίχτηκε, το σκοτεινό της πρόσωπο έγινε ακόμα σκοτεινότερο, μα η Άλις συνέχισε: «Ποσώς με απασχολεί αν εσείς οι αδέσποτες θέλετε να κάθεστε εδώ έξω, στον ήλιο, και να ιδροκοπάτε. Αν μπορείτε να κάθεστε». Ήταν ολοφάνερο πως καμία από τις Άθα’αν Μιέρε δεν είχε υποβληθεί σε Θεραπεία για τους πόνους που τους προκάλεσε η παραμονή πάνω στις σέλες· έδιναν την εντύπωση γυναικών που επιθυμούσαν να ξεχάσουν ότι υπήρχαν από τη μέση και κάτω. «Μόνο μη με κάνετε να περιμένω».