Выбрать главу

«Γνωρίζεις ποια είμαι;» ρώτησε απαιτητικά η Ρενάιλ έξαλλη, η Άλις όμως ήδη απομακρυνόταν δίχως να ρίξει ματιά πίσω της. Φανερά εκνευρισμένη, η Ρενάιλ σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της με την ανάποδη του χεριού της και διέταξε θυμωμένη τις υπόλοιπες Ανεμοσκόπους να αφήσουν τα «καταραμένα στεριανά» άλογα και να ακολουθήσουν την κοπέλα. Σχημάτισαν μια στραβοκάνικη φάλαγγα κι άρχισαν να τρικλίζουν πίσω από την Άλις, σιγομουρμουρώντας όλες εκτός από τις δύο μαθητευόμενες — συμπεριλαμβανομένης της Άλις.

Η Ηλαίην ενστικτωδώς άρχισε να σχεδιάζει πώς θα εξομάλυνε την κατάσταση, πώς θα Θεραπεύονταν οι πόνοι των Άθα’αν Μιέρε χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσουν οι ίδιες. Ή χωρίς να είναι αναγκαίο να προσφερθεί κάποια αδελφή πολύ εντατικά· θα έπρεπε να κατευνάσει τη Νυνάβε επίσης, καθώς και τις υπόλοιπες αδελφές. Προς μεγάλη της έκπληξη, συνειδητοποίησε ξαφνικά πως, για πρώτη φορά στη ζωή της, δεν επιθυμούσε πραγματικά να ηρεμήσει τα πράγματα. Παρακολουθώντας τις Ανεμοσκόπους να περπατούν χωλαίνοντας προς ένα από τα κτήρια του αγροκτήματος, αποφάσισε πως όλα ήταν μια χαρά. Ένα πλατύ μειδίαμα είχε χαραχτεί στο πρόσωπο της Αβιέντα καθώς παρακολουθούσε τις Άθα’αν Μιέρε. Η Ηλαίην άφησε την υποψία χαμόγελου να σβήσει από το δικό της και στράφηκε προς τα υποζύγια. Οι Θαλασσινές το άξιζαν, ωστόσο. Ήταν πολύ δύσκολο να μη χαμογελάς, κοιτώντας τες.

Με τη βοήθεια της Αβιέντα, η έρευνα έγινε πολύ ταχύτερα από πριν, παρ’ όλο που η κοπέλα δεν καταλάβαινε όσο η Ηλαίην τι ακριβώς αναζητούσαν. Όχι και τόσο περίεργο. Ελάχιστες από τις αδελφές που είχε εκπαιδεύσει η Ηλαίην αποδεικνύονταν πιο ικανές από την ίδια σε αυτό, μα η πλειονότητα ούτε καν συγκρινόταν μαζί της. Πάντως, τέσσερα χέρια ήταν προτιμότερα στο ψάξιμο από δύο, κι ήταν πολλά αυτά που έπρεπε να βρεθούν. Σταβλίτες με λιβρέες και γυναίκες μετέφεραν μακριά τα σκουπίδια, ενώ μια συλλογή από τερ’ανγκριάλ εμπλουτιζόταν διαρκώς πάνω στο πλατύ πέτρινο σκέπασμα μιας τετράγωνης στέρνας.

Τέσσερα ακόμη άλογα απαλλάχτηκαν γρήγορα από το φορτίο τους· τα αντικείμενα που συσσωρεύτηκαν ήταν τόσο εκλεκτά που, μόλις θα τα πήγαιναν στον Πύργο, θα προκαλούσαν πανηγυρισμούς. Ακόμα κι αν κανείς δεν εξέταζε τα τερ’ανγκριάλ, τα οποία έπαιρναν απίθανες κι αφάνταστες μορφές. Κούπες, γαβάθες κι ανθοδοχεία, το καθένα ξεχωριστό, χωρίς να έχουν ίδιο μέγεθος, ίδιο σχήμα, ούτε καν φτιαγμένα από το ίδιο υλικό. Ένα επίπεδο σκουληκοφαγωμένο κουτί, μισοδιαλυμένο και με επικάλυψη που είχε προ πολλού κονιορτοποιηθεί, περιείχε κοσμήματα —ένα περιδέραιο κι ασορτί βραχιόλια με χρωματιστά πετράδια, μια λεπτή ζώνη κατάστικτη από πολύτιμους λίθους, διάφορα δαχτυλίδια— κι υπήρχε χώρος για περισσότερα. Ένα προς ένα ήταν τερ’ανγκριάλ κι όλα ταίριαζαν μεταξύ τους, προορισμένα να φοριούνται μαζί, αν κι η Ηλαίην δεν καταλάβαινε για ποιον λόγο θα ήθελε μια γυναίκα ταυτόχρονα τόσο πολλά κοσμήματα επάνω της. Η Αβιέντα ανακάλυψε ένα ξιφίδιο με χρυσό σύρμα τυλιγμένο σε μια λαβή από τραχύ κέρας ελαφιού· η λάμα είχε στομώσει και, σύμφωνα με τις ενδείξεις, ανέκαθεν ήταν έτσι. Το γύριζε στα δάχτυλά της ξανά και ξανά —τα χέρια της είχαν κυριολεκτικά αρχίσει να τρέμουν— μέχρι που της το πήρε η Ηλαίην και το τοποθέτησε μαζί με τα υπόλοιπα στο σκέπασμα της στέρνας. Ακόμα και τότε όμως, η Αβιέντα δεν έπαψε να το κοιτάζει και να ξερογλείφεται λες και τα χείλη της είχαν ξεραθεί. Υπήρχαν δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, περιδέραια, βραχιόλια και πόρπες, πολλά από αυτά σε εξαιρετικά αλλόκοτα σχήματα. Υπήρχαν ακόμη αγαλματίδια, φιγούρες πουλιών, ζώων και ανθρώπων, κάμποσα μαχαίρια με αιχμηρή κόψη, μισή ντουζίνα μεγάλα μενταγιόν από μπρούντζο ή από ατσάλι, δουλεμένα ως επί το πλείστον με παράξενα μοτίβα κι αναπαραστάσεις που η Ηλαίην αδυνατούσε να κατανοήσει, ένα ζευγάρι παράδοξων καπέλων πιθανότατα φτιαγμένων από μέταλλο, αρκετά περίκομψα και λεπτοφτιαγμένα για να είναι περικεφαλαίες, καθώς και μια πλειάδα άλλων αντικειμένων που δεν ήξερε καν πώς να κατονομάσει. Ένα ραβδί χοντρό όσο ο καρπός της, σε ζωηρό κόκκινο χρώμα, μαλακό και στρογγυλεμένο, από υλικό πιότερο συμπαγές παρά σκληρό, αν κι έμοιαζε φτιαγμένο από πέτρα· δεν θερμάνθηκε σταδιακά στο χέρι της, ήταν εξ αρχής πολύ ζεστό! Όχι καυτό, μα παρήγε πραγματικά θερμότητα! Κι αυτές οι μπάλες από πλεχτό μέταλλο, η μία κρυμμένη μέσα στην άλλη; Οποιαδήποτε κίνηση παρήγε ένα αμυδρό μελωδικό καμπάνισμα, διαφορετικού τόνου κάθε φορά, κι η Ηλαίην είχε την αίσθηση πως, όσο σχολαστικά κι αν κοιτούσε, πάντα θα υπήρχε μια ακόμη μικρότερη μπάλα προς ανακάλυψη. Ένα αντικείμενο που έμοιαζε με τον γυάλινο γρίφο κάποιου σιδηρουργού; Ήταν αρκετά βαρύ και της έπεσε, σπάζοντας στην καθοδική του πορεία ένα κομματάκι από την άκρη του καλύμματος της στέρνας. Μια συλλογή που θα ξυπνούσε τον θαυμασμό σε κάθε Άες Σεντάι. Το σημαντικότερο ήταν πως είχαν βρει δύο ακόμα ανγκριάλ. Αυτά η Ηλαίην τα απέθεσε πολύ προσεκτικά στην άκρη, αλλά σε σημείο όπου μπορούσε να τα φτάσει εύκολα.