Выбрать главу

Μόλις έφθασε στην κορυφή του λόφου, η Αβιέντα κατευθύνθηκε αμέσως στην άκρη του γκρεμού κι έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα να ατενίζει τον Βορρά. Μια στιγμή αργότερα, η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως η φίλη της δεν θαύμαζε το τοπίο· απλώς ατένιζε. Πήγε κοντά της, ανασηκώνοντας τη φούστα της κάπως αδέξια, με τρία ανγκριάλ ανά χείρας.

Ο γκρεμός κατέληγε πενήντα βήματα πιο κάτω σε ελαιώνες, απόκρημνες λωρίδες αυλακωτής γκρίζας πέτρας, γυμνής πέρα από μερικούς μικρούς ετοιμοθάνατους θάμνους. Το απότομο βάθος δεν ήταν ιλιγγιώδες, αλλά δεν είχε καμιά σχέση με το να κοιτάς το έδαφος από την κορυφή ενός δέντρου. Παραδόξως, όταν η Ηλαίην κοιτούσε κάτω, ένιωθε μια ελαφριά ζαλάδα. Η Αβιέντα δεν έμοιαζε να συνειδητοποιεί πως στεκόταν στο χείλος του γκρεμού.

«Σε απασχολεί κάτι;» ρώτησε ήσυχα η Ηλαίην.

Η Αβιέντα εξακολούθησε να κοιτάει προς τα κάτω, στο βάθος. «Σε απογοήτευσα», είπε τελικά. Η φωνή της ήταν επίπεδη, άδεια. «Δεν μπορώ να φτιάξω την πύλη όπως πρέπει, κι όλοι με είδαν να σε ντροπιάζω. Πίστεψα πως κάποιος απλός υπηρέτης ήταν ένας από τους Σκιοσφυρήλατους, και φέρθηκα πολύ ανόητα. Οι Άθα’αν Μιέρε με αγνοούν κι αγριοκοιτάζουν τις Άες Σεντάι, λες κι εγώ είμαι μία Άες Σεντάι-σκυλάκι που γαβγίζει όποτε το διατάξουν. Προσποιήθηκα πως μπορούσα να αναγκάσω για λογαριασμό σου τη Σκιοδρομέα να μιλήσει, αλλά καμιά Φαρ Ντάραϊς Μάι δεν επιτρέπεται να ανακρίνει αιχμαλώτους, παρά μόνο αν είναι παντρεμένη με το δόρυ για είκοσι χρόνια, ούτε καν να παρακολουθήσει μια ανάκριση, εκτός κι αν το κουβαλά καμιά δεκαριά χρόνια. Είμαι αδύναμη και μαλθακή, Ηλαίην. Δεν αντέχω να σε ντροπιάζω άλλο. Αν σε απογοητεύσω ξανά, θα πεθάνω».

Η Ηλαίην αισθάνθηκε το στόμα της ξερό. Τα λόγια της Αβιέντα ηχούσαν σαν υπόσχεση. Άδραξε το μπράτσο της με μια σταθερή λαβή και την τράβηξε από το χείλος του γκρεμού. Τελικά, ίσως οι Αελίτισσες να ήταν παράξενες, όπως ακριβώς πίστευαν οι Θαλασσινοί. Στην πραγματικότητα, δεν πίστευε πως η Αβιέντα θα πηδούσε, αλλά δεν το διακινδύνευε κιόλας. Τουλάχιστον, η γυναίκα δεν προσπάθησε να αντισταθεί.

Όλες οι άλλες έμοιαζαν απορροφημένοι στον εαυτό τους ή στους συνομιλητές τους. Η Νυνάβε είχε αρχίσει να συζητά με τις Άθα’αν Μιέρε. Τα δυο της χέρια κρατούσαν σφιχτά την πλεξούδα της και το πρόσωπό της ήταν εξίσου σκοτεινό με το δικό τους, μια και συγκρατιόταν να μη φωνάξει, ενώ εκείνες την άκουγαν με ολοφάνερη περιφρόνηση κι αλαζονεία. Η Μέριλιλ κι η Σάριθα επιτηρούσαν ακόμα το Κύπελλο, αλλά η Κάρεαν πάσχιζε να πιάσει κουβέντα στις γυναίκες του Σογιού, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η Ρεάνε αποκρίθηκε βλεφαρίζοντας ανήσυχα και γλείφοντας τα χείλη της, η Κίρστιαν έτρεμε και καθόταν σιωπηλή, ενώ τα μάτια της Γκαρένια ήταν ερμητικά κλειστά. Η Ηλαίην, για καλό και για κακό, συνέχισε να μιλά χαμηλόφωνα· το θέμα αυτό δεν ήταν δική τους δουλειά.

«Δεν απογοήτευσες κανέναν, Αβιέντα, πολύ περισσότερο εμένα. Δεν έκανες ποτέ τίποτα που να με ντροπιάσει, ούτε και πρόκειται να κάνεις». Η Αβιέντα την κοίταξε δύσπιστα, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της. «Επιπλέον, είσαι τόσο αδύναμη και μαλθακή όσο μια πέτρα». Ήταν το πιο περίεργο κομπλιμέντο που είχε κάνει ποτέ της, μα η άλλη γυναίκα φάνηκε ευχαριστημένη από τα λόγια της. «Στοιχηματίζω, επίσης, πως οι Θαλασσινές σε τρέμουν». Άλλο ένα περίεργο κομπλιμέντο· έκανε την Αβιέντα να χαμογελάσει, αν κι αδιόρατα. Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όσο για την Ισπάν...» Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. «Κι εγώ νόμιζα πως μπορούσα να κάνω ό,τι ήταν απαραίτητο, αλλά κάθε φορά που το σκέφτομαι τα χέρια μου ιδρώνουν και νιώθω ανακατωσούρα. Θα ξερνούσα στην προσπάθεια και μόνο. Άρα, όσον αφορά σ’ αυτό το θέμα, νιώθουμε το ίδιο».