Выбрать главу

Η Αβιέντα, χειρομιλώντας όπως οι Κόρες, έκανε τη χαρακτηριστική κίνηση που σήμαινε «Με εκπλήσσεις»· είχε ξεκινήσει να διδάσκει και την Ηλαίην, αν κι είχε πει πως απαγορευόταν. Προφανώς, το γεγονός πως ήταν κονταδελφές τα είχε αλλάξει όλα αυτά. Όχι εντελώς, βέβαια. Η Αβιέντα πίστευε πως οι εξηγήσεις της ήταν απολύτως ξεκάθαρες. «Δεν εννοούσα πως δεν μπορώ», είπε φωναχτά, «αλλά ότι απλώς δεν έχω ιδέα με ποιον τρόπο. Ίσως και να την είχα σκοτώσει πάνω στην προσπάθεια». Ξαφνικά χαμογέλασε πιο πλατιά και ζεστά από πριν κι ακούμπησε μαλακά το μάγουλο της Ηλαίην. «Κι οι δυο μας έχουμε αδυναμίες», της είπε ψιθυριστά, «αλλά δεν είναι ντροπή, από τη στιγμή που τις ξέρουμε μόνον εσύ κι εγώ».

«Σωστά», είπε αδύναμα η Ηλαίην. Απλώς δεν ήξερε με ποιον τρόπο! «Φυσικά και δεν είναι ντροπή». Αυτή η γυναίκα έκρυβε περισσότερες εκπλήξεις από οποιονδήποτε βάρδο. «Να», είπε στην Αβιέντα, ακουμπώντας στην παλάμη της τη γυναίκα-που-ήταν-τυλιγμένη-με-τα-μαλλιά της. «Χρησιμοποίησέ το στον κύκλο». Το να παραχωρήσει το ανγκριάλ δεν ήταν και τόσο εύκολο. Σκόπευε να το χρησιμοποιήσει η ίδια, αλλά, άσχετα με τα χαμόγελα, χρειαζόταν να ανεβάσει το ηθικό της φίλης της — το ηθικό της ίδιας τής κονταδελφής της. Η Αβιέντα στριφογύρισε στα χέρια της τη μικρή φιλντισένια φιγούρα· η Ηλαίην δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να καταλάβει την αναποφασιστικότητα της να την επιστρέψει. «Αβιέντα, ξέρεις πώς είναι όταν κατέχεις τόσο πολύ σαϊντάρ όσο μπορείς εσύ; Φαντάσου να κατέχεις το διπλάσιο. Φαντάσου το. Θέλω να το χρησιμοποιήσεις εσύ. Σε παρακαλώ».

Μπορεί γενικότερα οι Αελίτες να μην εκδήλωναν εύκολα τα συναισθήματά τους, αλλά τα πράσινα μάτια της Αβιέντα γούρλωσαν. Είχαν συζητήσει κι άλλες φορές για το ανγκριάλ, αναφορικά με την ερευνά τους, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν είχε σκεφτεί πώς θα ήταν αν χειριζόταν ένα από αυτά. «Διπλάσιο», μουρμούρισε. «Ούτε που μπορώ να φανταστώ πώς είναι να κατέχεις τόσο πολύ. Είναι πολύ σημαντικό δώρο, Ηλαίην». Αγγιξε ξανά το μάγουλο της άλλης γυναίκας, πιέζοντας επάνω του τα ακροδάχτυλά της· για τους Αελίτες, αυτό αντιστοιχούσε σε ένα φιλί και μια ζεστή αγκαλιά.

Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε να πει στις Θαλασσινές η Νυνάβε, δεν πήρε πολλή ώρα. Απομακρύνθηκε από κοντά τους ενώ τα χέρια της κινούνταν σπασμωδικά πάνω στη φούστα της. Πλησιάζοντας την Ηλαίην, έριξε ένα συνοφρυωμένο βλέμμα τόσο στην Αβιέντα όσο και στην άκρη του γκρεμού. Συνήθως, αρνούνταν ότι είχε πρόβλημα με τα ύψη, αλλά κρατούσε για τον εαυτό της τι ένιωθε πραγματικά. «Πρέπει να σου μιλήσω», μουρμούρισε οδηγώντας την Ηλαίην λίγο μακρύτερα, κατά μήκος της λοφοκορυφής, κι αρκετά πιο μακριά από το χείλος του γκρεμού. Δεν πήγαν πολύ μακριά, αλλά η απόσταση ήταν αρκετή για να μην κρυφακούνε οι υπόλοιπες. Προτού ξεκινήσει, πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι άρχισε να μιλάει χαμηλόφωνα, δίχως να κοιτάζει την Ηλαίην.

«Φε... φέρθηκα σαν ηλίθια. Αυτός ο καταραμένος άντρας φταίει! Όταν δεν βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτ’ άλλο, κι όταν είναι, δεν μπορώ να σκεφτώ καν! Πρέπει... να μου το λες όταν... όταν συμπεριφέρομαι σαν ηλίθια. Βασίζομαι σε σένα, Ηλαίην». Η φωνή της εξακολουθούσε να είναι χαμηλή, αλλά ο τόνος της είχε γίνει σχεδόν θρηνητικός. «Δεν αντέχω στη σκέψη ότι μπορεί να χάσω τα μυαλά μου για έναν άντρα, όχι τώρα τουλάχιστον».

Η Ηλαίην σοκαρίστηκε τόσο, ώστε για λίγο δεν μπορούσε να μιλήσει. Η Νυνάβε να παραδέχεται πως ήταν ανόητη; Κόντεψε να κοιτάξει τον ήλιο, να δει αν είχε γίνει πράσινος! «Δεν φταίει ο Λαν και το ξέρεις, Νυνάβε», είπε τελικά. Έδιωξε από το μυαλό της τη θύμηση των πρόσφατων σκέψεων της σχετικά με τον Ραντ. Δεν ήταν το ίδιο. Κι αυτή η ευκαιρία ήταν δώρο Φωτός. Ήταν σίγουρο πως αύριο η Νυνάβε θα τη σκαμπίλιζε, αν διέδιδε παντού πως είχε φερθεί σαν ηλίθια. «Πάψε πια, Νυνάβε. Πάψε να συμπεριφέρεσαι σαν ξεμυαλισμένο κοριτσάκι». Οι σκέψεις που έκανε για τον Ραντ σίγουρα δεν είχαν καμία σχέση με αυτό! Δεν είχε δα χαζέψει μαζί του! «Είσαι μία Άες Σεντάι κι υποτίθεται πως πρέπει να ηγηθείς. Κάν’ το, λοιπόν! Και λογικέψου!»

Διπλώνοντας τα χέρια στη μέση της, η Νυνάβε χαμήλωσε το κεφάλι. «Θα προσπαθήσω», ψέλλισε. «Πράγματι θα προσπαθήσω. Πάντως, δεν μπορείς να καταλάβεις πώς νιώθω. Λυ... λυπάμαι».

Η Ηλαίην κόντεψε να καταπιεί τη γλώσσα της. Η Νυνάβε να απολογείται κιόλας; Η Νυνάβε να νιώθει ντροπιασμένη; Μάλλον ήταν άρρωστη.

Δεν κράτησε πολύ, φυσικά. Η Νυνάβε κοίταξε ξαφνικά συνοφρυωμένη το ανγκριάλ και καθάρισε τον λαιμό της. «Έδωσες ένα στην Αβιέντα, έτσι;», είπε ξερά. «Τέλος πάντων, υποθέτω πως είναι καλό κορίτσι. Κρίμα που πρέπει να επιτρέψουμε στις Θαλασσινές να το χρησιμοποιήσουν. Κάτι μου λέει ότι θ’ αρπαχτούν απ’ αυτό! Καλά, άσ’ τες να προσπαθήσουν! Ποιο απ’ όλα είναι το δικό μου;»