Παραδόξως, κι η Αβιέντα αισθανόταν φόβο, μα ελάχιστο και περιορισμένο, αλλά τον κατέπνιγε η αποφασιστικότητά της. Η Γκαρένια με την Κίρστιαν, που δεν σταμάτησαν στιγμή να τρέμουν, είχαν καταληφθεί πλήρως από τρόμο, τόσο έντονο που ήταν να απορεί κανείς που κατάφερναν να αγκαλιάσουν την Πηγή. Από την άλλη, η Ρεάνε ξεχείλιζε από ανυπομονησία, άσχετα αν ίσιωνε νευρικά τη φούστα της. Όσο για τις Αθα’αν Μιέρε... Ακόμα κι η Τεμπρέιλ απέπνεε μια επαγρύπνηση γεμάτη δυσπιστία, και δεν χρειάζονταν τα πεταχτά βλέμματα της Μετάρα και της Ράινυν για να καταλάβει κανείς πως το επίκεντρο ήταν η Κάιρε, που τις παρακολουθούσε όλες αυταρχικά και γεμάτη προσμονή.
Η Ηλαίην την είχε αφήσει τελευταία και δεν αποτελούσε έκπληξη που χρειάστηκε να κάνει τέσσερις προσπάθειες —τέσσερις!— για να φέρει τη γυναίκα στον κύκλο. Η Κάιρε, όπως κι η Νυνάβε, δεν ήταν από αυτές που υποχωρούν εύκολα. Η Ηλαίην ήλπιζε απεγνωσμένα πως είχαν διαλέξει αυτή τη γυναίκα για την ικανότητα της κι όχι για τον βαθμό της.
«Θα μεταβιβάσω τον κύκλο σε σένα τώρα», είπε τελικά στην Ανεμοσκόπο. «Αν ανακαλέσεις στη μνήμη σου όσα έκανα με τη Νυ...» Τα λόγια πάγωσαν για μια στιγμή στον λαιμό της, καθώς η χειραγώγηση του κύκλου αποσπάστηκε από αυτήν εξαιτίας της παραίτησής της. Ήταν μια αίσθηση λες και μια ξαφνική ριπή ανέμου πέταξε όλα τα ρούχα από πάνω της ή ξεκόλλησε τα κόκαλα από το κορμί της. Μια μανιασμένη εκπνοή βγήκε από το στόμα της, κι ούτε που την ένοιαζε αν έμοιαζε με φτύσιμο.
«Ωραία», είπε η Κάιρε, τρίβοντας τα χέρια της. «Ωραία». Όλη της η προσοχή είχε στραφεί στο Κύπελλο και το κεφάλι της συστρεφόταν από τη μια μεριά στην άλλη καθώς το μελετούσε. Τέλος πάντων, ίσως και να μην είχε εστιάσει όλη την προσοχή της. Η Ρεάνε έκανε να κάτσει, αλλά η Κάιρε, δίχως καν να την κοιτάξει, την έκοψε απότομα. «Μείνε στη θέση σου, γυναίκα! Δεν είναι παιχνιδάκι! Μείνε ακίνητη μέχρι να διαταχθείς να κινηθείς!»
Η Ρεάνε, ξαφνιασμένη, σηκώθηκε ξανά στα πόδια της, μουρμουρίζοντας κάτι μέσα από τα δόντια της, αλλά όσον αφορά στην Κάιρε ήταν σαν να είχε πάψει να υπάρχει. Το βλέμμα της Ανεμοσκόπου παρέμεινε προσηλωμένο στην επίπεδη κρυσταλλική μορφή. Η Ηλαίην αισθάνθηκε μέσα της τόση αποφασιστικότητα, που θα κινούσε βουνό ολάκερο. Και κάτι άλλο, επίσης, μικροσκοπικό και καταλυτικό. Αβεβαιότητα. Αβεβαιότητα; Αν, ύστερα από όλα αυτά, η γυναίκα όντως δεν ήξερε τι να κάνει...
Εκείνη τη στιγμή, η Κάιρε αναρρόφησε βαθιά και το σαϊντάρ πλημμύρισε την Ηλαίην, τόσο όσο μπορούσε να συγκρατήσει· ένα άρρηκτο δαχτυλίδι φωτός άστραψε κι ενώθηκε με τις γυναίκες του κύκλου, φωτεινότερο όπου χρησιμοποιούσαν το σαϊντάρ, αλλά διόλου αμυδρό σε κανένα σημείο της ακμής του. Η κοπέλα παρακολουθούσε προσεκτικά καθώς η Κάιρε διαβίβαζε, σχηματίζοντας μια πολύπλοκη ύφανση κι από τις Πέντε Δυνάμεις, ένα τετράκτινο άστρο, που τοποθέτησε στην κορυφή του Κυπέλλου με —η Ηλαίην ήταν σίγουρη— εξαιρετική ακρίβεια. Το άστρο άγγιξε το Κύπελλο κι η Ηλαίην ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Κάποτε, είχε διαβιβάσει ένα ελάχιστο ποσό ενέργειας στο Κύπελλο —στην κατάσταση του Τελ’αράν’ριοντ, για την ακρίβεια, και μάλιστα επρόκειτο για μια αντανάκλαση του Κυπέλλου, μολονότι εξακολουθούσε να κρύβει κινδύνους— και το καθάριο κρύσταλλο είχε πάρει ένα ωχρό γαλάζιο χρώμα, τα δε σκαλιστά νέφη κινήθηκαν. Τώρα, το Κύπελλο των Ανέμων ήταν όντως γαλάζιο, το καθαρό γαλάζιο του καλοκαιρινού ουρανού, και χνουδάτα, λευκά σύννεφα το διέσχιζαν με ταχύτητα.
Το τετράκτινο αστέρι έγινε πεντάκτινο, η σύνθεση της ύφανσης αλλοιώθηκε ελαφρά και το Κύπελλο ήταν μια πράσινη θάλασσα με τεράστια φουσκωμένα κύματα. Το πεντάκτινο έγινε εξάκτινο κι ο ουρανός άλλαξε σε ένα διαφορετικό μπλε χρώμα, πιο σκούρο, πιο χειμωνιάτικο ίσως, με βυσσινιά σύννεφα γεμάτα βροχή ή χιόνι. Επτάκτινο, και φάνηκε μια γκριζοπράσινη θάλασσα που λυσσομανούσε η καταιγίδα. Οκτάκτινο, και το μόνο που φαινόταν ήταν ο ουρανός. Εννιάκτινο, και παρουσιάστηκε μια θάλασσα, αλλά ξαφνικά η Ηλαίην αισθάνθηκε το ίδιο το Κύπελλο να αναρροφά το σαϊντάρ, ένας άγριος χείμαρρος πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που τυχόν θα κατάφερνε να φτιάξει ο ενωμένος κύκλος.