Οι αλλαγές συνεχίζονταν αμείωτες στο εσωτερικό του Κυπέλλου, πότε θάλασσα, πότε ουρανός, πότε κύματα, πότε σύννεφα, αλλά μια στριφογυριστή στήλη σαν πλέγμα, από σαϊντάρ ξεπήδησε από τον επίπεδο, κρυσταλλικό δίσκο, Φωτιά κι Αέρας, Νερό, Γη και Πνεύμα, μια στήλη από περίτεχνες δαντέλες πλατιά όσο το ίδιο το Κύπελλο, που σκαρφάλωνε ολοένα στα ουράνια μέχρι που η κορυφή της χάθηκε ψηλά. Η Κάιρε συνέχισε να υφαίνει, με τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό της. Έκανε μερικές παύσεις για να σκουπίσει τις αλμυρές σταγόνες από τα μάτια της, καθώς κοίταζε εξεταστικά τις εικόνες που σχηματίζονταν στο Κύπελλο και κατόπιν άρχιζε μια καινούργια ύφανση. Το μοτίβο της πλοκής στην παχιά στήλη άλλαζε με κάθε ύφανση, αντηχώντας ανεπαίσθητα αυτό που ύφαινε η Κάιρε.
Πάλι καλά που δεν ήθελε να εστιάσει στις ροές του κύκλου, σκέφτηκε η Ηλαίην. Αυτό που έκανε η γυναίκα απαιτούσε χρόνια ολόκληρα μελέτης, πολύ περισσότερα απ’ όσα είχε αφιερώσει η ίδια. Πολύ περισσότερα. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε και κάτι άλλο. Η συνεχώς εναλλασσόμενη δαντέλα του σαϊντάρ λύγιζε γύρω από κάτι άλλο, κάτι αόρατο, που έκανε τη στήλη να μοιάζει συμπαγής. Ξεροκατάπιε. Το Κύπελλο, εκτός από σαϊντάρ, αναρροφούσε και σαϊντίν.
Η ελπίδα της πως καμία άλλη δεν είχε προβληματιστεί με αυτό εξαφανίστηκε μόλις έριξε μια ματιά στις υπόλοιπες γυναίκες. Οι μισές είχαν το βλέμμα τους καρφωμένο στην περιστρεφόμενη στήλη με μια έκφραση απέχθειας, σαν να κοιτούσαν τον ίδιο τον Σκοτεινό. Ο φόβος έγινε το ισχυρότερο μεταξύ των συναισθημάτων που τη διακατείχαν. Κάποια από αυτά προσέγγιζαν το επίπεδο των συναισθημάτων της Γκαρένια και της Κίρστιαν, οι οποίες ήταν απορίας άξιον που δεν είχαν λιποθυμήσει. Η Νυνάβε δεν απείχε και πολύ από το να κάνει εμετό, παρά την ξαφνικά ήρεμη φυσιογνωμία της. Η Αβιέντα έμοιαζε εξίσου γαλήνια εξωτερικά, αλλά από μέσα της αυτός ο ενδόμυχος φόβος ριγούσε και παλλόταν, πασχίζοντας να αυξηθεί.
Το μόνο που απέπνεε η Κάιρε ήταν αποφασιστικότητα, σκληρή κι ατσάλινη όσο κι η έκφρασή της. Τίποτα δεν ήταν ικανό να την εμποδίσει, και σίγουρα όχι η απλή και μόνο παρουσία του μιασμένου από τη Σκιά σαϊντίν, αναμεμειγμένου στην ύφανση της. Τίποτα δεν θα τη σταματούσε. Εξακολούθησε να δουλεύει με τις ροές, και ξαφνικά οι αράχνινοι ιστοί του σαϊντάρ τεντώθηκαν από την αόρατη κορυφή της στήλης σαν ακανόνιστες ακτίνες τροχού, σαν συμπαγής βεντάλια που εκτεινόταν στον Νότο, ενώ πιο αραιές βεντάλιες έφθαναν βόρεια και βορειοδυτικά, δαντελωτές ακτίνες που απλώνονταν προς κάθε κατεύθυνση. Όσο μεγάλωναν, άλλαζαν και ποτέ δεν ήταν οι ίδιες από τη μια στιγμή στην άλλη, απλώνονταν ολοένα στον ουρανό, μέχρι που οι άκρες τους σχήματος έπαψαν να είναι ορατές. Η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως εδώ δεν υπήρχε αποκλειστικά η ενέργεια του σαϊντάρ. Τόπους-τόπους, αυτός ο αράχνινος ιστός λύγιζε γύρω από κάτι που δεν μπορούσε να δει. Η Κάιρε εξακολουθούσε να υφαίνει κι η στήλη χόρευε κάτω από τις εντολές της, το σαϊντάρ και το σαϊντίν μαζί, κι ο αράχνινος ιστός αλλοιωνόταν κι έρεε σαν ασύμμετρο καλειδοσκόπιο που περιστρεφόταν στα ουράνια κι εξαφανίζονταν ολοένα και πιο μακριά.
Δίχως προειδοποίηση, η Κάιρε ίσιωσε την πλάτη της κι απελευθέρωσε εντελώς την Πηγή. Η στήλη κι ο αράχνινος ιστός εξατμίστηκαν κι η γυναίκα κάθισε κάτω, γιατί δεν την κρατούσαν τα πόδια της, αναπνέοντας βαριά. Το Κύπελλο έγινε ξανά διαυγές, αν και μικρά μπαλώματα από σαϊντάρ εξακολουθούσαν να αστράφτουν και να τριζοβολούν στην περιφέρειά του. «Εγένετο, Φωτός θέλοντος», είπε κουρασμένα.
Η Ηλαίην ούτε που την άκουσε. Δεν ήταν αυτός ο τρόπος να κλείσεις έναν κύκλο. Μόλις η Κάιρε ελευθέρωσε την Πηγή, η Δύναμη εξαφανίστηκε ταυτόχρονα από κάθε γυναίκα. Τα μάτια της Ηλαίην κόντεψαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Τη μια στιγμή ήταν σαν να στεκόταν στην κορυφή του ψηλότερου πύργου του κόσμου και ξαφνικά ο πύργος αυτός έπαυε να υπάρχει! Μέσα σε μία μόνο στιγμή, διόλου ευχάριστη βέβαια. Ένιωθε κουρασμένη, βέβαια όχι τόσο όσο αν είχε κάνει κάτι περισσότερο από το να λειτουργήσει ως διάμεσο, αλλά αυτό που ένιωθε περισσότερο ήταν η απώλεια. Το να αφήσει το σαϊντάρ ήταν κακό από μόνο του, αλλά το να το αφήσει να εξαφανιστεί εντελώς ήταν πέραν πάσης λογικής.