Выбрать главу

Οι άλλες είχαν υποφέρει πολύ χειρότερα από την ίδια. Καθώς η λάμψη που είχε ενωθεί με τον κύκλο έσβηνε σιγά-σιγά, η Νυνάβε κάθισε ακριβώς στο σημείο που στεκόταν, λες και τα πόδια της είχαν λιώσει, χαϊδεύοντας το βραχιόλι με τους κρίκους, κοιτώντας το και βαριανασαίνοντας. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό της. «Αισθάνομαι σαν σήτα κουζίνας μέσα από την οποία πέρασε ολόκληρος μύλος», μουρμούρισε. Η χαλιναγώγηση τόσης Δύναμης είχε το τίμημά της, ακόμα κι αν δεν έκανες τίποτα άλλο, ακόμα κι αν είχες στην κατοχή σου ένα ανγκριάλ.

Η Τάλααν ταλαντεύτηκε σαν καλαμιά στον άνεμο, ρίχνοντας λαθραίες ματιές προς το μέρος της μητέρας της, εμφανώς φοβισμένη να κάτσει. Η Αβιέντα στεκόταν στητή κι η σταθερή έκφραση της μαρτυρούσε πως η δύναμη της θέλησης ήταν εξίσου σημαντική με οτιδήποτε άλλο. Ωστόσο, ένα ανάλαφρο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της κι έκανε μια χειρονομία χρησιμοποιώντας τη χειρομιλία των Κορών —άξιζε τον κόπο— κι αμέσως μετά άλλη μία — και με το παραπάνω. Άξιζε τον κόπο και με το παραπάνω. Όλες τους φάνταζαν εξουθενωμένες, αν κι όχι τόσο όσο εκείνες που είχαν χρησιμοποιήσει το ανγκριάλ. Το Κύπελλο των Ανέμων ησύχασε τελικά και τώρα δεν ήταν παρά ένα φαρδύ κύπελλο πεντακάθαρου κρύσταλλου, διακοσμημένο πλέον με πανύψηλα κύματα. Το σαϊντάρ, ωστόσο, έμοιαζε να είναι ακόμα παρόν, άσχετα αν δεν το χειριζόταν κανείς και δεν ήταν καν ορατό. Πάντως, όλο και ξεπηδούσαν αμυδρές λάμψεις σαν κι αυτές που παιχνίδιζαν γύρω από το Κύπελλο λίγο πριν.

Η Νυνάβε ανασήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε σκυθρωπά τον ασυννέφιαστο ουρανό. Κατόπιν, χαμήλωσε τη ματιά της προς το μέρος της Κάιρε. «Προς τι όλα αυτά; Καταφέραμε τίποτα ή όχι;» Μια πνοή αέρα αναδεύτηκε στη λοφοκορυφή, ζεστού αέρα λες και προερχόταν από καμιά κουζίνα.

Η Ανεμοσκόπος σηκώθηκε, παλεύοντας να σταθεί στα πόδια της. «Μήπως νομίζεις πως η Ύφανση των Ανέμων είναι σαν να ρίχνεις τη λαγουδέρα στο καΐκι;» ρώτησε απαιτητικά αλλά και γεμάτη περιφρόνηση. «Μόλις που κούνησα το πηδάλιο μιας τράτας με ένα δοκάρι πλατύ όσο ο κόσμος όλος! Θα πάρει χρόνο μέχρι να γυρίσει, μέχρι να αντιληφθεί ότι επιβάλλεται να γυρίσει, ότι πρέπει να γυρίσει. Όταν γυρίσει, όμως, ούτε ο Πατέρας των Θυελλών ο ίδιος δεν θα καταφέρει να της σταθεί εμπόδιο. Τα κατάφερα, Άες Σεντάι, και το Κύπελλο των Ανέμων είναι πια δικό μας!»

Η Ρενάιλ μπήκε στον κύκλο και γονάτισε πλάι στο Κύπελλο. Προσεκτικά, άρχισε να διπλώνει το λευκό μεταξένιο ύφασμα γύρω του. «Θα το πάω στην Κυρά των Πλοίων», είπε απευθυνόμενη στη Νυνάβε. «Εκπληρώσαμε το μέρος της συμφωνίας που μας αναλογεί. Τώρα, εσείς, Άες Σεντάι, πρέπει να εκπληρώσετε το δικό σας». Ένας ήχος ακούστηκε από τον λαιμό της Μέριλιλ, αλλά μόλις η Ηλαίην τής έριξε ένα βλέμμα, η Γκρίζα αδελφή έγινε η προσωποποίηση της αυτοπειθαρχίας.

«Μπορεί να κάνατε το χρέος σας», είπε η Νυνάβε καθώς σηκωνόταν με κάποια αστάθεια. «Μπορεί. Αυτό θα το δούμε όταν αυτή η... τράτα για την οποία μιλάτε γυρίσει. Αν, δηλαδή, γυρίσει!» Η Ρενάιλ την κοιτούσε με βλέμμα αγριωπό πάνω από το Κύπελλο, αλλά η Νυνάβε την αγνόησε. «Παράξενο», μουρμούρισε, τρίβοντας τα μηνίγγια της. Το βραχιόλι με τους κρίκους πιάστηκε στα μαλλιά της κι έκανε μια γκριμάτσα. «Αισθάνομαι σχεδόν μια απόμακρη ηχώ του σαϊντάρ. Αυτό θα πρέπει να είναι!»

«Όχι», είπε αργά η Ηλαίην. «Το αισθάνομαι κι εγώ». Δεν ήταν μόνο αυτό το αδιόρατο τριζοβόλημα στον αέρα και, για την ακρίβεια, ούτε μονάχα αυτή η ηχώ. Ήταν περισσότερο η σκιά μιας ηχούς, τόσο αμυδρή, που έμοιαζε σαν να διαισθάνεται κάποιον που χρησιμοποιούσε το σαϊντάρ σε... Στράφηκε να κοιτάξει. Στον νότιο ορίζοντα άστραφταν οι κεραυνοί, δεκάδες αστροπελέκια σε ζωηρό ασημογάλαζο χρώμα με φόντο τον απογευματινό ουρανό. Ήταν πολύ κοντά στο Έμπου Νταρ.

«Καταιγίδα είναι;» ρώτησε με ανυπομονησία η Σάριθα. «Ο καιρός θα έπρεπε να είχε φτιάξει ήδη». Όμως, ακόμα κι εκεί που λυσσομανούσαν οι διχαλωτές αστραπές, δεν υπήρχαν σύννεφα. Η Σάριθα δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να διαισθανθεί την επιρροή του σαϊντάρ από αυτήν την απόσταση.

Η Ηλαίην ανατρίχιασε. Αυτή δεν ήταν και τόσο ισχυρή, εκτός κι αν κάποιος χρησιμοποιούσε τόση ενέργεια όση χρησιμοποίησαν οι ίδιες σ’ αυτήν τη λοφοκορυφή. Πενήντα ή κι εκατό ακόμα Άες Σεντάι που διαβιβάζουν συγχρόνως. Ή... «Όχι κάποιος από τους Αποδιωγμένους», μουρμούρισε. Μια γυναίκα πίσω της άφησε έναν θρηνητικό αναστεναγμό.

«Αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει ένα άτομο μοναχό του», συμφώνησε σιγανά η Νυνάβε. «Μπορεί να μην μας διαισθάνονται όπως τους διαισθανόμαστε εμείς, είναι μια πιθανότητα, αλλά σίγουρα θα έχουν προσέξει κάτι, εκτός κι αν είναι τυφλοί. Που το Φως να κάψει την τύχη μας!» Άσχετα αν μιλούσε σιγανά, ήταν ολοφάνερος ο εκνευρισμός της. Μάλωνε συχνά την Ηλαίην επειδή χρησιμοποιούσε παρόμοια γλώσσα. «Πάρε μαζί σου όποια πηγαίνει στο Άντορ, Ηλαίην. Θα... Θα σας συναντήσω εκεί. Ο Ματ βρίσκεται στην πόλη. Πρέπει να γυρίσω για χάρη του. Που να τον πάρει, με έσωσε και πρέπει να του το ανταποδώσω».