Η Ηλαίην σταύρωσε τα χέρια της γύρω από τη μέση της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε αφήσει τη Βασίλισσα Τάυλιν στο έλεος του Φωτός. Η Τάυλιν θα επιβίωνε, αν ήταν δυνατόν. Ο Ματ Κώθον όμως, αυτό το τόσο ξένο και διδακτικό αντικείμενό της; Ο πλέον απίθανος σωτήρας της. Είχε έρθει για εκείνη και, μάλιστα, είχε προσφέρει πολύ περισσότερα. Επιπλέον, ήταν κι ο Θομ Μέριλιν. Ο αγαπητός Θομ, που η ίδια μερικές φορές ευχόταν να είναι ο αληθινός της πατέρας, και το Φως μόνο ξέρει ποια θα ήταν η μητέρα της. Ήταν κι αυτό το αγόρι, ο Όλβερ, κι ο Τσελ Βάνιν, και... Έπρεπε να σκεφτεί σαν βασίλισσα. Το Ρόδινο Στέμμα είναι βαρύτερο από βουνό, είχε πει η μάνα της, και το καθήκον θα σε κάνει να κλάψεις, αλλά πρέπει να αντέξεις και να κάνεις αυτό που χρειάζεται.
«Όχι», είπε, κι έπειτα με ακόμα πιο σταθερή φωνή, «όχι. Κοίτα πως είσαι, Νυνάβε. Μόλις που μπορείς να σταθείς όρθια. Ακόμα κι αν πηγαίναμε όλες, τι θα γινόταν; Πόσοι Αποδιωγμένοι είναι μαζεμένοι εκεί; Θα σκοτωνόμασταν, ίσως και κάτι ακόμα χειρότερο, για το τίποτα. Οι Αποδιωγμένοι δεν έχουν κανέναν λόγο να ψάχνουν τον Ματ ή τους υπόλοιπους. Εμάς θα αναζητήσουν».
Η Νυνάβε την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό, η πεισματάρα Νυνάβε, με τον ιδρώτα να τρέχει στο πρόσωπό της και με τα πόδια της να τρικλίζουν. Η καταπληκτική, θαρραλέα αλλά κι ανόητη Νυνάβε. «Υπονοείς πως πρέπει να τον αφήσουμε στην τύχη του, Ηλαίην; Αβιέντα, πες της κάτι. Μίλησέ της για την τιμή, στην οποία δεν έπαψες στιγμή να πιστεύεις!»
Η Αβιέντα δίστασε κι έπειτα κούνησε το κεφάλι της. Ήταν ιδρωμένη κι αυτή, όπως η Νυνάβε, και από τον τρόπο που κινούνταν φαίνονταν εξίσου καταπονημένη. «Υπάρχουν φορές που μάχεσαι δίχως καμιά ελπίδα, Νυνάβε, αλλά η Ηλαίην έχει δίκιο. Ο Σκοτεινόψυχος δεν πρόκειται να ψάξει για τον Ματ Κώθον. Εμάς κυνηγάει, όπως επίσης και το Κύπελλο. Ίσως να έχει φύγει ήδη από την πόλη. Αν πάμε εκεί, ρισκάρουμε να τους προσφέρουμε μόνες μας αυτό που μπορεί να καταστρέψει ό,τι καταφέραμε. Όπου κι αν στείλουμε το Κύπελλο, είναι ικανοί να μας αναγκάσουν να τους μαρτυρήσουμε πού και σε ποιον το στείλαμε».
Το πρόσωπο της Νυνάβε στρεβλώθηκε από πόνο. Η Ηλαίην άπλωσε τα χέρια της γύρω από τους ώμους της.
«Σκιογέννημα!» ούρλιαξε κάποια και ξαφνικά όλες οι γυναίκες αγκάλιασαν το σαϊντάρ σε όλη την έκταση της λοφοκορυφής. Μπάλες φωτιάς ξεπήδησαν όσο πιο γρήγορα γινόταν από τα χέρια της Μέριλιλ, της Κάρεαν και της Σάριθα. Μια τεράστια φτερωτή μορφή κατακρημνίστηκε από τον ουρανό τυλιγμένη στις φλόγες, αφήνοντας πίσω της ένα ίχνος λιπαρού μαύρου καπνού, κι έπεσε μόλις λίγο πιο πέρα από τον λόφο.
«Κι άλλο!» φώναξε η Κίρστιαν, δείχνοντας με το δάχτυλό της. Ένα δεύτερο φτερωτό πλάσμα βούτηξε πέρα από τον λόφο, με το σώμα του στο μέγεθος του αλόγου και τα γεμάτα ραβδώσεις φτερά του τριάντα και πλέον βήματα σε έκταση. Ο μακρύς του λαιμός ήταν τεντωμένος μπροστά και η ακόμα μακρύτερη ουρά του ανέμιζε πίσω. Δύο φιγούρες ήταν σκυφτές πάνω στην πλάτη του. Μια θύελλα φωτιάς φάνηκε στο κατόπι του, ταχύτερη από την Αβιέντα και τις Θαλασσινές, οι οποίες δεν πρόλαβαν καλά-καλά να κουνήσουν τα χέρια τους για να σχηματίσουν Ύφανση. Ακολούθησε ένα χαλάζι από φλόγες, τόσο πυκνό που έμοιαζε σαν η Φωτιά να σχηματιζόταν από το πουθενά, και το πλάσμα διέφυγε με ελιγμούς πίσω από τον λόφο, από την άλλη μεριά του αγροκτήματος, και φάνηκε να χάνεται.
«Το σκοτώσαμε;» ρώτησε η Σάριθα. Τα μάτια της έλαμπαν ζωηρά και ανέπνεε γρήγορα από την έξαψη.
«Άραγε, το χτυπήσαμε καν;» γρύλισε με αηδία μία από τις Άθα’αν Μιέρε.
«Σκιογέννημα», μουρμούρισε με θαυμασμό η Μέριλιλ. «Να, λοιπόν! Αυτό, τουλάχιστον, αποδεικνύει πως οι Αποδιωγμένοι βρίσκονται ακόμα στο Έμπου Νταρ».
«Δεν ήταν Σκιογέννημα», είπε η Ηλαίην με άδεια φωνή. Στο πρόσωπο της Νυνάβε διαγραφόταν η οδύνη. Μάλλον γνώριζε κι αυτή. «Το ονομάζουν ράκεν. Είναι οι Σωντσάν. Πρέπει να φύγουμε, Νυνάβε, και να πάρουμε μαζί μας κάθε γυναίκα της αγροικίας. Μπορεί να σκοτώσαμε αυτό το πράγμα, μπορεί και όχι, αλλά το σίγουρο είναι πως θα έρθουν κι άλλα. Όποια μείνει πίσω, μέχρι αύριο το πρωί θα φοράει το λουρί της νταμέην». Η Νυνάβε ένευσε, αργά κι επώδυνα· η Ηλαίην νόμισε πως την άκουσε να μουρμουρίζει: «Ω, Ματ».
Η Ρενάιλ πλησίασε κρατώντας στα χέρια της το Κύπελλο, φασκιωμένο για άλλη μια φορά με το λευκό κάλυμμα. «Κάποια από τα πλοιάριά μας συνάντησαν αυτούς τους Σωντσάν. Αν βρίσκονται στο Έμπου Νταρ, σημαίνει πως τα πλοία τους αρμένισαν. Το πλοίο μου δίνει μάχη κι εγώ λείπω από το κατάστρωμά του! Φεύγουμε αυτή τη στιγμή!» Κι αμέσως σχημάτισε την ύφανση μιας πύλης.