Выбрать главу

Η Εθένιελ σύρισε καθώς το μαχαίρι της ζώνης της χαράκωσε την αριστερή της παλάμη. Η Τενόμπια γέλασε κόβοντας τη δική της, ενώ ο Πάιταρ κι ο Ήζαρ έκαναν το ίδιο τόσο άνετα, σαν να προσπαθούσαν απλώς να βγάλουν κάποια αγκίθα. Τέσσερα χέρια απλώθηκαν κι άδραξαν το ένα το άλλο, το αίμα της καρδιάς ανακατεύτηκε, έσταξε στο έδαφος, απορροφήθηκε από την πέτρινη σκόνη. «Είμαστε ένα ως τον θάνατο», είπε ο Ήζαρ κι όλοι επανέλαβαν μαζί του: «Είμαστε ένα ως τον θάνατο». Δεσμεύτηκαν, με αίμα και με χώμα. Τώρα, έπρεπε να βρουν τον Ραντ αλ’Θόρ και να κάνουν ό,τι έπρεπε. Με οποιοδήποτε τίμημα.

Μόλις βεβαιώθηκε πως η Τουράνα μπορούσε να ανακαθίσει στα μαξιλάρια χωρίς βοήθεια, η Βέριν σηκώθηκε κι άφησε την ξαπλωμένη Λευκή αδελφή να πιει νερό ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσει να πιει. Τα δόντια της Τουράνα κροτάλισαν πάνω στην ασημένια κούπα, κάτι διόλου παράξενο. Η είσοδος της σκηνής ήταν χαμηλή, οπότε η Βέριν χρειάστηκε να σκύψει για να βγάλει το κεφάλι της έξω. Με την κίνηση αυτή, η εξουθένωση διαπέρασε τη μέση της σαν τρυπάνι. Δεν φοβόταν τη γυναίκα που έτρεμε πίσω της τυλιγμένη σε ένα τραχύ μαύρο μάλλινο χιτώνιο. Η Βέριν διατηρούσε ισχυρή τη θωράκιση με την οποία την κρατούσε, κι αμφέβαλλε αν η Τουράνα είχε τόση δύναμη για να πηδήσει επάνω της, ακόμα κι αν περνούσε από το μυαλό της μια τόσο παράλογη σκέψη. Οι Λευκές ποτέ δεν σκέφτονταν έτσι. Επιπλέον, η κατάσταση της Τουράνα ήταν τέτοια, ώστε ήταν αμφίβολο αν μπορούσε να διαβιβάσει έστω και μια ίνα σαϊντάρ για κάμποσες ώρες, ακόμα και στην περίπτωση που δεν ήταν θωρακισμένη.

Ο καταυλισμός των Αελιτών κάλυπτε τους λόφους που έκρυβαν την Καιρχίν· χαμηλές σκηνές στο χρώμα της γης γέμιζαν τον χώρο ανάμεσα στα ελάχιστα δέντρα που κατόρθωναν να παραμένουν όρθια τόσο κοντά στην πόλη. Αδιόρατα σύννεφα σκόνης αιωρούνταν στον αέρα, μα ούτε η σκόνη, ούτε η ζέστη, ούτε η εκθαμβωτική λάμψη του θυμωμένου ήλιου ενοχλούσαν τους Αελίτες. Θόρυβος κι ανακατωσούρα, που θα μπορούσαν να αναλογούν σε πόλη, γέμιζαν τον καταυλισμό. Στο οπτικό πεδίο της Βέριν εμφανίζονταν άντρες οι οποίοι τεμάχιζαν το κυνήγι και μπάλωναν σκηνές, ακόνιζαν τα μαχαίρια τους κι έφτιαχναν τις μαλακές μπότες που όλοι φορούσαν, ενώ οι γυναίκες μαγείρευαν πάνω από τις φωτιές, έψηναν το φαγητό, δούλευαν τους μικρούς αργαλειούς και φρόντιζαν τα ελάχιστα παιδιά του καταυλισμού. Παντού πηγαινοέρχονταν λευκοντυμένοι γκαϊ’σάιν, κουβαλώντας εμπορεύματα, τινάζοντας κιλίμια ή μεριμνώντας για τα υποζύγια και τα μουλάρια. Γυρολόγοι και μαγαζάτορες δεν φαίνονταν πουθενά. Ούτε άμαξες και καρότσες, φυσικά. Πόλη; Ο καταυλισμός έμοιαζε περισσότερο με χίλια χωριά συγκεντρωμένα σε ένα σημείο, παρ’ όλο που οι άντρες υπερτερούσαν αριθμητικά των γυναικών κατά πολύ κι, εκτός από τους σιδηρουργούς που έκαναν τα αμόνια τους να αντηχούν, σχεδόν κάθε άντρας που δεν ήταν ντυμένος στα λευκά οπλοφορούσε, όπως κι οι πιο πολλές γυναίκες.

Ο πληθυσμός σίγουρα ισοδυναμούσε με αυτόν μιας μεγάλης πόλης, ικανός να περιλαμβάνει μερικές αιχμάλωτες Άες Σεντάι, ωστόσο η Βέριν παρατήρησε μια γυναίκα με μαύρο χιτώνιο να βηματίζει αργά, ούτε πενήντα βήματα μακρύτερα, σέρνοντας με κόπο έναν σωρό από πέτρες που της έφτανε ως τη μέση, τυλιγμένος με αγελαδοτόμαρο. Η μακριά κουκούλα έκρυβε το πρόσωπό της, αλλά κανείς στον καταυλισμό, εκτός από τις αιχμάλωτες αδελφές, δεν φορούσε εκείνες τις μαύρες ρόμπες. Μια Σοφή πλησίασε το τομάρι που έσερνε η γυναίκα, λάμποντας από τη Δύναμη καθώς θωράκιζε την αιχμάλωτη, ενώ ένα ζευγάρι Κόρες στάθηκαν παράπλευρα της αδελφής, τσιγκλώντας τη με βίτσες όποτε η τελευταία έχανε τον βηματισμό της. Η Βέριν αναρωτήθηκε κατά πόσον ήταν σκόπιμο να παρακολουθήσει αυτήν τη σκηνή. Το ίδιο πρωί είχε συναντήσει την Κόιρεν Σαλνταίην να κοιτά με βλέμμα αποθηριωμένο, ενώ ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στο πρόσωπό της. Συνοδευόταν από μια Σοφή με δύο ψηλούς Αελίτες και κουβαλούσε ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο άμμο, κοψομεσιασμένη καθώς πάλευε να ανέβει την πλαγιά. Χτες ήταν η Σαρίνε Νέμνταλ. Την είχαν βάλει να μεταφέρει με τις χούφτες νερό από τον ένα δερμάτινο κουβά στον άλλο δίπλα, τσιγκλώντας τη να κάνει πιο γρήγορα, δίνοντας της βιτσιές για κάθε χαμένη σταγόνα, η οποία έπεφτε ακριβώς επειδή την τσιγκλούσαν να κάνει πιο γρήγορα. Η Σαρίνε είχε κλέψει μια στιγμή προκειμένου να ρωτήσει τη Βέριν για ποιον λόγο συνέβαιναν αυτά, αν και μάλλον δεν περίμενε απάντηση. Η Βέριν σαφώς δεν είχε προλάβει να ικανοποιήσει την περιέργειά της άλλης προτού οι Κόρες αναγκάσουν τη Σαρίνε να ασχοληθεί ξανά με αυτήν την άχρηστη εργασία.