Выбрать главу

Προς μεγάλη έκπληξη της Ηλαίην, η Μπιργκίτε τη σήκωσε όρθια πριν τη φτάσει η Αβιέντα, και μάλιστα χωρίς το αδιόρατο μειδίαμα που είχε διαγραφεί στα χείλη της Προμάχου. Το μόνο που διαισθανόταν η Ηλαίην από τη μεριά της Προμάχου της ήταν μια αίσθηση... συγκέντρωσης. Κάπως έτσι φανταζόταν πως θα ένιωθε κι ένα βέλος στηριγμένο σε μια τεντωμένη χορδή τόξου. «Το σκάμε ή πολεμάμε;» ρώτησε η Μπιργκίτε. «Αναγνώρισα αυτά τα πτηνά των Σωντσάν από το Φάλμε και, για να είμαι ειλικρινής, προτείνω να το σκάσουμε. Το τόξο μου είναι συνηθισμένο για τα δεδομένα της ημέρας». Η Αβιέντα τής έριξε μια ελαφρώς συνοφρυωμένη ματιά κι η Ηλαίην αναστέναξε. Η Μπιργκίτε έπρεπε να μάθει να συγκρατεί τα λόγια της, αν όντως ήθελε να κρύψει την αληθινή της ταυτότητα.

«Φυσικά και το σκάμε», είπε η Νυνάβε λαχανιασμένη, κατεβαίνοντας με κόπο το τελευταίο κομμάτι του μονοπατιού. «Πολεμάμε ή το σκάμε! Τι ηλίθια ερώτηση! Μήπως νομίζεις πως είμαστε τελείως... μα το Φως! Τι κάνουν;» Ο τόνος της φωνής της υψωνόταν όλο και περισσότερο. «Άλις! Άλις, πού είσαι; Άλις! Άλις!»

Ξαφνιασμένη, η Ηλαίην αντιλήφθηκε πως στο αγρόκτημα επικρατούσε αναστάτωση, όπως τότε που είχαν αναγνωρίσει το πρόσωπο της Κάρεαν, ίσως και χειρότερη. Εκατό σαράντα εφτά γυναίκες του Σογιού κατοικούσαν προς το παρόν στο μέρος εκείνο, είχε αναφέρει η Άλις, συμπεριλαμβανομένων πενήντα τεσσάρων Σοφών με πορφυρές ζώνες που στάλθηκαν μερικές μέρες πριν, καθώς κι ενός αριθμού άλλων που απλώς διέρχονταν από την πόλη. Τώρα, έμοιαζαν όλες τους να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση, μαζί με κάμποσες από τις υπόλοιπες γυναίκες επίσης. Οι περισσότεροι από τους υπηρέτες τους Παλατιού Ταράσιν, με τις πράσινες κι άσπρες λιβρέες τους, έτρεχαν από δω κι από κει, κουβαλώντας διάφορα φορτία. Πάπιες και κότες ξεπηδούσαν μέσα στην αναμπουμπούλα, πεταρίζοντας και κρώζοντας, προσθέτοντας στη γενικότερη αναταραχή. Η Ηλαίην είδε ακόμα κι έναν Πρόμαχο, τον ψαρομάλλη Τζάεμ της Βαντέν, να τριποδίζει, με τα νευρώδη του μπράτσα τυλιγμένα γύρω από ένα σακί γεμάτο φυτικές ίνες!

Η Άλις εμφανίστηκε λες από το πουθενά, γεμάτη αυτοκυριαρχία και συγκέντρωση, παρά τον ιδρώτα στο πρόσωπό της. Η κάθε πλεξούδα στα μαλλιά της ήταν τακτοποιημένη και το φόρεμα της έμοιαζε κατάλληλο πιο πολύ για βόλτα. «Δεν υπάρχει λόγος να τσιρίζετε», είπε ήρεμα, τοποθετώντας τις γροθιές της στους γοφούς της. «Η Μπιργκίτε μού ανέφερε τι είναι αυτά τα πουλιά, και σκέφτηκα πως θα μπορούσαμε να φύγουμε νωρίτερα παρά αργότερα, ειδικά όταν σας είδα να κατηφορίζετε τον λόφο λες και σας κυνηγούσε ο ίδιος ο Σκοτεινός. Είπα σε όλες να πάρουν μαζί τους από ένα καθαρό φόρεμα η κάθε μία, τρεις αλλαξιές και κάλτσες, σαπούνι, πανέρια για τα σύνεργα μανταρίσματος, καθώς κι ό,τι χρήματα διαθέτουν. Αυτά και τίποτ’ άλλο. Οι τελευταίες δέκα θα αναλάβουν τη λάντζα, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Αυτό θα τις κάνει να βγάλουν φτερά στα πόδια. Είπα στους υπηρέτες να μαζέψουν όσο πιο πολλά φαγώσιμα μπορούν, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Και στους Προμάχους σας. Οι περισσότεροι είναι λογικεμένοι άνθρωποι, και μάλιστα απρόσμενα λογικοί για άντρες. Μήπως το γεγονός πως είναι Πρόμαχοι έχει κάποια σχέση μ’ αυτό;»

Η Νυνάβε στεκόταν ακίνητη, με το σαγόνι της να κρέμεται από την έκπληξη, έτοιμη να δώσει εντολές, παρ’ όλο που ήδη είχαν δοθεί. Τα διάφορα συναισθήματα εναλλάσσονταν με γρήγορους ρυθμούς πάνω στο πρόσωπό της. «Πολύ καλά», μουρμούρισε τελικά, αν και κάπως ξινισμένα. Ξαφνικά, το πρόσωπό της έλαμψε. «Οι γυναίκες που δεν ανήκουν στο Σόι. Μα, ναι! Θα πρέπει να...»

«Ηρέμησε», παρενέβη η Άλις, κάνοντας μια καταπραϋντική χειρονομία. «Οι πιο πολλές έφυγαν ήδη. Κυρίως όσες είχαν συζύγους ή οικογένειες που ανησυχούσαν. Ακόμα και να ήθελα, δεν θα ήταν δυνατόν να τις κρατήσω. Καμιά τριανταριά όμως από δαύτες πιστεύουν πως αυτά τα πουλιά είναι όντως Σκιογεννήματα, και θέλουν να μείνουν όσο πιο κοντά γίνεται στις Άες Σεντάι». Ένα απότομο ρουθούνισμα αποκάλυψε την πραγματική της γνώμη γι’ αυτό το θέμα. «Λοιπόν, σύνελθε. Πιες λίγο κρύο νερό, όχι πολύ γρήγορα, και ρίξε λιγάκι στο πρόσωπό σου. Εγώ πρέπει να αναλάβω την επιτήρηση κάποιων πραγμάτων». Έριξε μια ματιά στον χαλασμό και, βλέποντας τους πάντες να τρέχουν από δω κι από κει, η Άλις κούνησε το κεφάλι της. «Μερικές θα ήταν χαλαρές ακόμα κι αν οι Τρόλοκ κατέβαιναν από τους λόφους, κι οι περισσότερες αριστοκράτισσες ποτέ δεν συνήθισαν πραγματικά τους κανόνες μας. Το σίγουρο είναι πως θα πρέπει να κάνω δυο τρεις υπενθυμίσεις πριν φύγουμε». Λέγοντας αυτά, άρχισε να κατηφορίζει με ήρεμο βήμα, κατευθυνόμενη προς την αναστάτωση που επικρατούσε στην αγροικία κι αφήνοντας τη Νυνάβε με το στόμα να χάσκει.