Выбрать главу

Η τάξη φάνηκε να ξεπηδάει μέσα από το πανδαιμόνιο συντομότερα απ’ όσο περίμενε η Ηλαίην, αν κι όχι τόσο γρήγορα όσο θα ήθελε. Βέβαια, παραδέχτηκε απρόθυμα, μόνο αν συνέβαινε κάτι στιγμιαίο θα ήταν ικανοποιημένη. Ανίκανη να αποτραβήξει το βλέμμα της από τον ουρανό, έστειλε την Κάρεαν στην κορυφή του λόφου για να παρακολουθεί προς την κατεύθυνση του Έμπου Νταρ. Η κοντόχοντρη Πράσινη αδελφή γκρίνιασε κάτι μέσα από τα δόντια της πριν υποκλιθεί, και μέχρι που κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα της γυναίκες του Σογιού που πετάχτηκαν λες κι ήταν πρόθυμες να εκτελέσουν αυτές τη διαταγή, αλλά η Ηλαίην ήθελε κάποια που δεν θα λιποθυμούσε στη θέα ενός «Σκιογεννήματος» που πλησίαζε, κι άλλωστε η Κάρεαν στεκόταν χαμηλά στην ιεραρχία των αδελφών. Η Αντελέας με τη Βαντέν έφεραν έξω την Ισπάν, κουβαλώντας την ανάμεσά τους, ισχυρά θωρακισμένη και με την πέτσινη κουκούλα περασμένη στο κεφάλι. Περπατούσε μάλλον με ευκολία και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι της είχαν κάνει κάτι, εκτός... Η Ισπάν είχε τα χέρια σταυρωμένα στη μέση, δίχως καν να προσπαθεί να ανασηκώσει την κουκούλα για να ρίξει μια ματιά, κι όταν τη σήκωσαν για να την ανεβάσουν στη σέλα, έτεινε μπροστά τους καρπούς της για να τους δέσουν στο μπροστάρι χωρίς κανείς να της πει τίποτα. Για να είναι τόσο πειθήνια, ίσως και να είχαν καταφέρει να της αποσπάσουν κάτι. Η Ηλαίην ούτε που ήθελε να αναλογιστεί τον τρόπο που είχαν εφαρμόσει για να την κάνουν να μιλήσει.

Φυσικά, δεν έλειπαν και τα... σκαμπανεβάσματα, πέρα από εκείνους που ίσως έρχονταν με φόρα καταπάνω τους. Ήταν αυτό που σίγουρα ερχόταν με φόρα καταπάνω τους. Η Νυνάβε, η οποία είχε πάρει πίσω το μπλε πλουμιστό της καπέλο, απέφυγε τελευταία στιγμή την πρόσκρουση. Η Άλις το είχε βρει και της το έδωσε πίσω, λέγοντας της πως, αν επιθυμούσε να διατηρήσει αυτό το μαλακό κι όμορφο δέρμα, έπρεπε να το φοράει για να προστατέψει το πρόσωπό της από την ακτινοβολία του ήλιου. Η Νυνάβε παρακολουθούσε έκπληκτη την γκριζομάλλα γυναίκα να φεύγει βιαστικά για να ασχοληθεί με κάποιο από τα δεκάδες ανούσια προβλήματα και με μια φιγουράτη κίνηση να της πετάει το καπέλο βγάζοντάς το κάτω από ένα λουρί από το δισάκι της.

Εξ αρχής, η Νυνάβε είχε αποφασίσει να εξομαλύνει τις πραγματικές συγκρούσεις, μα η Άλις πάντα την προλάβαινε, κι όπου βρισκόταν η Άλις οι προσκρούσεις εξέλειπαν. Κάμποσες από τις αριστοκράτισσες ζητούσαν απαιτητικά βοήθεια για να πακετάρουν τα υπάρχοντά τους, αλλά το μόνο που εισέπρατταν ως απάντηση, και μάλιστα τελεσίδικη, ήταν ότι ή γυναίκα εννοούσε όσα είχε πει κι ότι, αν δεν συμμορφώνονταν, θα αναγκάζονταν να τα βγάλουν πέρα μόνες τους. Συμμορφώθηκαν. Κάποιες, κι όχι μονάχα ευγενείς, άλλαξαν γνώμη σχετικά με το πού θα πήγαιναν μόλις έμαθαν πως ο προορισμός ήταν το Άντορ, και κυριολεκτικά εκδιώχτηκαν. Πεζή και μάλιστα με τη διαταγή να τρέξουν όσο άντεχαν τα πόδια τους. Κάθε διαθέσιμο άλογο ήταν απαραίτητο, αλλά έπρεπε να βρίσκονται πολύ μακριά πριν εμφανιστούν οι Σωντσάν, οι οποίοι πιθανότατα θα ανέκριναν οποιονδήποτε έβρισκαν σε κοντινή απόσταση από την αγροικία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Νυνάβε άρχισε να λογομαχεί με τη Ρενάιλ για το Κύπελλο και για τη χελώνα που είχε χρησιμοποιήσει η Τάλααν και την οποία η Ρενάιλ είχε προφανώς παραχώσει πίσω από την εσάρπα της. Έτοιμες ήταν να αρπαχτούν, όταν φάνηκε η Άλις και, με συνοπτικές διαδικασίες, επέστρεψε το Κύπελλο στη φροντίδα της Σάριθα και τη χελώνα στη Μέριλιλ. Ακολούθως, η Ηλαίην στάθηκε μάρτυρας της σκηνής όπου η Άλις κουνούσε απειλητικά το δάχτυλό της κάτω από την κατάπληκτη μύτη της Ανεμοσκόπου της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε, μαλώνοντάς τη σε έξαλλο τόνο και παραδίδοντας μαθήματα πάνω στο θέμα της κλοπής με τέτοιον τρόπο, που η Ρενάιλ είχε απομείνει να μιλάει ακατάληπτα κι αγανακτισμένα. Εξίσου ακατάληπτα μιλούσε κι η Νυνάβε, που απομακρυνόταν με δρασκελιές και με άδεια χέρια, ωστόσο η Ηλαίην σκέφτηκε πως ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει πιο δυστυχισμένο άτομο.

Σε γενικές γραμμές, δεν πήρε πολύ χρόνο. Οι υπόλοιπες γυναίκες που είχαν μείνει στην αγροικία συναθροίστηκαν κάτω από το παρατηρητικό βλέμμα του Πλεχτού Κύκλου και της Άλις — η οποία παρατηρούσε με προσοχή την άφιξη των τελευταίων δέκα, εκ των οποίων όλες εκτός από δύο φορούσαν μεταξένιο ρούχα με κεντήματα, όχι πολύ διαφορετικά από της Ηλαίην. Ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο πως δεν ανήκαν στις γυναίκες του Σογιού. Πάντως, η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως θα αναλάμβαναν τη λάντζα. Η Άλις δεν θα άφηνε ποτέ κάτι τόσο ανούσιο όσο η ευγενής καταγωγή να της σταθεί εμπόδιο. Οι Ανεμοσκόποι σχημάτισαν φάλαγγα με τα άλογά τους, απρόσμενα σιωπηλές, εκτός από τη Ρενάιλ που μουρμούριζε κατάρες όποτε το βλέμμα της έπεφτε στην Άλις. Η Κάρεαν διατάχθηκε να κατέβει από τη λοφοκορυφή, ενώ οι Πρόμαχοι έφεραν στις αδελφές τα άλογά τους. Όλοι σχεδόν έριχναν ματιές στον ουρανό και το σαϊντάρ σχημάτιζε φωτοστέφανα γύρω από τις γηραιότερες Άες Σεντάι, από τις περισσότερες Ανεμοσκόπους καθώς και γύρω από μερικές από τις γυναίκες του Σογιού.