Οδηγώντας τη φοράδα της στην κορυφή της φάλαγγας, στη δεξαμενή, η Νυνάβε ψηλάφησε το ανγκριάλ που κρατούσε ακόμα στο χέρι της, λες και θα ήταν η ίδια αυτή που θα έφτιαχνε την πύλη, άσχετα πόσο γελοία φαινόταν αυτή η ιδέα. Αν μη τι άλλο, και παρ’ όλο που είχε πλύνει το πρόσωπό της —και, τι παράξενο, είχε φορέσει το καπέλο της— παρέπαιε και συχνά ένιωθε να χάνει την αυτοκυριαρχία της. Ο Λαν στεκόταν σχεδόν από πάνω της, με το πρόσωπό του πέτρινο όπως πάντα, αλλά αν υπήρχε ένας άντρας πανέτοιμος να στηρίξει μια παραπαίουσα γυναίκα, ήταν αυτός. Ακόμα και με το βραχιόλι-με-τα-δαχτυλίδια, η Νυνάβε μπορεί να ήταν ανίκανη να υφάνει μια πύλη. Κι ακόμα περισσότερο, περιφερόταν στην αγροικία από τότε που έφτασαν για πρώτη φορά. Η Ηλαίην είχε περάσει κάμποση ώρα έχοντας στην κατοχή της το σαϊντάρ, στο σημείο ακριβώς που στέκονταν τώρα. Το ήξερε αυτό το σημείο. Η Νυνάβε σκυθρώπιασε όταν η Ηλαίην αγκάλιασε την Πηγή, αλλά ήταν αρκετά λογική ώστε να μην πει τίποτα.
Η Ηλαίην ευχήθηκε να είχε ρωτήσει εξ αρχής την Αβιέντα για τη γυναίκα-που-είχε-για-κουκούλα-τα-ίδια-της-τα-μαλλιά. Ήταν κι αυτή εξαντλημένη, κι όλο το σαϊντάρ που μπορούσε να αναρροφήσει δεν ήταν αρκετό για να φτιάξει μια λειτουργική ύφανση. Οι ροές τρεμούλιαζαν έτσι όπως τις είχε αδράξει, σαν να προσπαθούσαν να ελευθερωθούν, κι έπειτα επανήλθαν τόσο ξαφνικά που η γυναίκα αναπήδησε. Το να διαβιβάζεις ενόσω είσαι καταβεβλημένος ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, αλλά εδώ οι συνθήκες ήταν ακόμα χειρότερες. Αν μη τι άλλο, η γνώριμη, κάθετη κι ασημένια σχισμή φάνηκε —όπως κι έπρεπε— και πλάτυνε σε ένα άνοιγμα παράπλευρα της δεξαμενής. Επρόκειτο για ένα άνοιγμα όχι μεγαλύτερο από αυτό που είχε φτιάξει η Αβιέντα, αλλά η Ηλαίην ήταν ευγνώμων που ήταν αρκετά μεγάλο για να περάσει ένα άλογο, γιατί δεν ήταν διόλου σίγουρη πως θα υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Άναρθρες κραυγές ξέφυγαν από τις γυναίκες του Σογιού μόλις είδαν την έκταση ενός ορεινού λιβαδιού να παρουσιάζεται ξαφνικά ανάμεσα στις ίδιες και τον γνώριμο γκρίζο όγκο της δεξαμενής.
«Έπρεπε να με αφήσεις να προσπαθήσω», είπε η Νυνάβε μαλακά. Μαλακά μεν, αρκετά δηκτικά δε. «Παραλίγο να αποτύχεις».
Η Αβιέντα έριξε στη Νυνάβε ένα κοφτό βλέμμα που ανάγκασε την Ηλαίην να την αρπάξει από το χέρι. Όσο πιο πολύ παρέμεναν κονταδελφές, τόσο περισσότερο έμοιαζε να πιστεύει πως ήταν υποχρεωμένη να υπερασπίζεται την τιμή της Ηλαίην. Αν γίνονταν πρωταδελφές, η Ηλαίην έπρεπε να φροντίσει να την κρατήσει όσο πιο μακριά γινόταν από τη Νυνάβε και την Μπιργκίτε!
«Τελείωσε, Νυνάβε», της είπε γρήγορα. «Αυτό είναι που μετράει». Η Νυνάβε τής έριξε μια ρηχή ματιά και μουρμούρισε κάτι για το πόσο άσχημη ήταν η μέρα που πέρασε, λες κι ήταν η Ηλαίην εκείνη που έδειχνε τον απότομο χαρακτήρα της.
Η Μπιργκίτε ήταν η πρώτη που πέρασε, χαμογελώντας αναιδέστατα προς το μέρος του Λαν, οδηγώντας το άλογό της και κρατώντας το τόξο με το άλλο χέρι. Η Ηλαίην διαισθανόταν την ανυπομονησία που απέπνεε, ένα ίχνος ικανοποίησης, ίσως επειδή αυτή τη φορά ήταν η ίδια που ηγούνταν κι όχι ο Λαν —ανέκαθεν υπήρχε ανταγωνισμός ανάμεσα στους Προμάχους— κι εν μέρει καχυποψία. Εν μέρει μόνο. Η Ηλαίην γνώριζε καλά αυτό το λιβάδι. Ο Γκάρεθ Μπράυν την είχε διδάξει να μην απομακρύνεται πολύ με το άλογο από το σημείο εκείνο. Κάπου πέντε μίλια πέρα από αυτούς τους πρώτους κι αραιοφυτεμένους λόφους βρισκόταν το αρχοντικό, σε ένα από τα κτήματα της μητέρας της. Σε ένα από τα κτήματά της. Έπρεπε να το συνηθίσει. Οι εφτά οικογένειες που φρόντιζαν το σπίτι και τα πέριξ θα ήταν οι μόνοι άνθρωποι που θα συναντούσαν σε μισής μέρας ταξίδι, όποια κατεύθυνση κι αν ακολουθούσαν.
Η Ηλαίην είχε διαλέξει αυτήν την πορεία επειδή θα μπορούσαν να φτάσουν στο Κάεμλυν μέσα σε δύο βδομάδες κι επειδή το κτήμα ήταν τόσο απομονωμένο που θα είχε τη δυνατότητα να εισέλθει στο Κάεμλυν πριν πληροφορηθεί κανείς πως βρισκόταν στο Άντορ. Ήταν μια απαραίτητη προφύλαξη. Σε διάφορες περιόδους κατά τη διάρκεια της ιστορίας του Άντορ, οι διεκδικήτριες του Ρόδινου Στέμματος «φιλοξενούνταν» μέχρι που παραιτούνταν των αιτημάτων τους. Η μητέρα της είχε κρατήσει δύο μέχρι που πήρε η ίδια τον θρόνο. Με λίγη τύχη, θα είχε φτιάξει μια σταθερή βάση μέχρι να καταφθάσουν η Εγκουέν κι οι υπόλοιπες.
Ο Λαν οδήγησε τον Μαντάρμπ ακριβώς πίσω από το καφετί ευνουχισμένο ζώο της Μπιργκίτε κι η Νυνάβε σπιρούνισε το δικό της, λες κι ήθελε να ξεπεράσει το μαύρο πολεμικό άτι, κι έπειτα σταμάτησε απότομα με ένα κοφτό βλέμμα που ήταν σαν να προκαλούσε την Ηλαίην να μιλήσει. Ψηλαφίζοντας με μανία τα γκέμια, έκανε εμφανή προσπάθεια να κοιτάει οπουδήποτε αλλού εκτός από την πύλη και τον Λαν που την είχε περάσει. Τα χείλη της κινήθηκαν. Ένα λεπτό μετά, η Ηλαίην συνειδητοποίησε πως μετρούσε.