«Νυνάβε», είπε σιγανά, «κοίτα, δεν έχουμε χρόνο για...»
«Προχωρήστε», τους φώναξε η Άλις από τα μετόπισθεν κι ένας διαπεραστικός κρότος ακούστηκε από τις παλάμες της που τις χτύπησε τη μία με την άλλη. «Δεν χρειάζεται να σπρώχνεστε, αλλά δεν θέλω νωθρότητα! Εμπρός, προχωρείτε».
Το κεφάλι της Νυνάβε βολόδερνε πέρα δώθε, κι η αναποφασιστικότητα ήταν ζωγραφισμένη στα χαρακτηριστικά της. Για κάποιο λόγο άγγιξε το πλατύγυρο καπέλο της, κάποια από τα μπλε φτερά του οποίου είχαν σπάσει κι έγερναν, πριν αποτραβήξει τα χέρια της. «Που να τον πάρει τον γέρο κίναιδο...!» γρύλισε, αλλά τα υπόλοιπα λόγια της χάθηκαν καθώς έσερνε τη φοράδα της μέσα από την πύλη. Η Ηλαίην ρουθούνισε. Κι ύστερα η Νυνάβε είχε το θράσος να κατακρίνει τους άλλους για τη γλώσσα τους! Πάντως, ευχήθηκε να είχε ακούσει και τα υπόλοιπα λόγια. Ήδη ήξερε τα πρώτα.
Η Άλις συνέχισε να τους παρακινεί, αν και δεν ήταν και τόση ανάγκη έπειτα από την αρχική ώθηση. Ακόμα κι οι Ανεμοσκόποι έδειχναν να βιάζονται, ρίχνοντας ανήσυχες ματιές πάνω από τον ώμο τους, προς τον ουρανό, ακόμα κι η Ρενάιλ, που μουρμούριζε κάτι σχετικά με την Άλις κι η Ηλαίην το σημείωσε νοερά. Ωστόσο, το να αποκαλέσεις κάποιον «ψαροφάγο ρακοσυλλέκτη» ήταν ένας μάλλον ήπιος χαρακτηρισμός. Είχε την εντύπωση πως οι Θαλασσινοί έτρωγαν συνεχώς ψάρια.
Η ίδια η Άλις μπήκε σχεδόν τελευταία, εκτός από τους υπόλοιπους Προμάχους, λες κι ήθελε να κατευθύνει ακόμα και τα υποζύγια. Έκανε μια στάση για να δώσει στην Ηλαίην το πράσινο πλουμιστό της καπέλο. «Σίγουρα δεν θα θες να αφήσεις τον ήλιο να πέσει πάνω στο γλυκό σου προσωπάκι», της είπε χαμογελώντας. «Είσαι τόσο όμορφο κορίτσι. Δεν είναι ανάγκη να μαραζώσεις το δέρμα σου πριν από την ώρα του».
Η Αβιέντα, που καθόταν κατάχαμα κάπου εκεί κοντά, έπεσε προς τα πίσω κι άρχισε να τινάζει τα πόδια της από τα γέλια.
«Μου φαίνεται πως θα της ζητήσω να σου βρει κι εσένα ένα καπέλο. Με πολλά φτερά και κυρτό», είπε η Ηλαίην με έναν μελωδικό τόνο στη φωνή της, πριν ακολουθήσει γοργά τη γυναίκα του Σογιού. Κι έτσι, το γέλιο της Αβιέντα κόπηκε απότομα.
Το απαλό, κυματιστό λιβάδι ήταν πλατύ και σχεδόν ένα μίλι μακρύ, περιτριγυρισμένο από λόφους ψηλότερους από αυτούς που είχε αφήσει πίσω, όπως επίσης κι από δέντρα που γνώριζε, βελανιδιές, πεύκα κι ακακίες, νύσσες, χαμόδεντρα κι έλατα, ένα δάσος πυκνό με μπόλικη ξυλεία στα νότια, δυτικά κι ανατολικά, αν και φέτος δεν είχαν κοπεί πολλά δέντρα. Τα περισσότερα από τα σκόρπια δέντρα στον Βορρά, προς την κατεύθυνση του αρχοντικού, ήταν καταλληλότερα για καυσόξυλα. Μικροί γκρίζοι όγκοι ήταν σκορπισμένοι τόπους-τόπους στο πυκνό καφετί γρασίδι κι ούτε ένας μαραζωμένος βλαστός δεν μαρτυρούσε τον θάνατο κάποιου αγριολούλουδου. Τα πράγματα δεν ήταν πολύ διαφορετικά και στον Νότο.
Η Νυνάβε, πάντως, δεν κοιτούσε καν την εξοχή τριγύρω της αλλά προσπαθούσε να εντοπίσει τον Λαν, ο οποίος, μαζί με την Μπιργκίτε, δεν θα μπορούσε να είναι και πολύ μακριά. Έκανε μερικά αποφασιστικά βήματα ανάμεσα στα άλογα, προστάζοντας με δυνατή φωνή τον κόσμο να ιππεύσει, μην αφήνοντας σε χλωρό κλαρί τους υπηρέτες με τα υποζύγια, μιλώντας κοφτά στις γυναίκες του Σογιού που δεν είχαν άλογα και λέγοντάς τους πως ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να περπατήσει πέντε μίλια, φωνάζοντας σε μια λυγερόκορμη Αλταρανή αριστοκράτισσα με μια ουλή στο μάγουλο που κουβαλούσε έναν μπόγο μεγάλο όσο σχεδόν κι η ίδια πως, αφού ήταν τόσο ανόητη να πάρει μαζί της όλα της τα ρούχα, θα έπρεπε να τα φορτωθεί κιόλας. Η Άλις είχε μαζέψει γύρω της τις Άθα’αν Μιέρε και τους έδινε μαθήματα πώς να ιππεύσουν το άλογο. Ήταν απορίας άξιο, αλλά όλη τους η προσοχή ήταν στραμμένη στα λόγια της. Η Νυνάβε έριξε μια ματιά προς το μέρος της και φάνηκε ευχαριστημένη που είδε την Άλις να στέκεται σε ένα σημείο, μέχρι που η γυναίκα τής χαμογέλασε ενθαρρυντικά και της έκανε νόημα να συνεχίσει τη δουλειά της.
Για μια στιγμή, η Νυνάβε έμεινε αποσβολωμένη να κοιτάει την Άλις. Ύστερα, βημάτισε με μεγάλες δρασκελιές προς την κατεύθυνση της Ηλαίην. Έπιασε και με τα δυο της χέρια το καπέλο της και δίστασε κάπως, το αγριοκοίταξε μέσα από τις βλεφαρίδες της και το ίσιωσε με μια απότομη κίνηση. «Αυτή τη φορά, θα την αφήσω να αναλάβει τα πάντα», είπε με έναν ύποπτα λογικεμένο τόνο στη φωνή της. «Για να δούμε πώς θα τα βγάλει πέρα με αυτές τις... Θαλασσινές. Για να δούμε». Ο τόνος της φωνής εξακολουθούσε να είναι λογικεμένος, αν και κατά το ήμισυ. Ξαφνικά, κοίταξε συνοφρυωμένη την —ανοιχτή ακόμα— πύλη. «Γιατί την κρατάτε; Αποδεσμεύστε την». Η Αβιέντα ήταν κι αυτή συνοφρυωμένη.