Выбрать главу

Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε σκεφτεί κι η ίδια, άλλωστε δεν υπήρχε κι άλλος τρόπος, αλλά η Νυνάβε θα προσπαθούσε να την αποτρέψει, και δεν υπήρχε χρόνος τώρα για λογομαχίες. Μέσα από την πύλη, η αγροικία φάνταζε άδεια, ακόμα κι οι κότες είχαν φοβηθεί από την οχλοβοή, αλλά για πόσο θα ήταν ακόμα έτσι; Μελέτησε την ύφανση της και τη συγχώνευσε με τέτοια άνεση που μονάχα μερικά νήματα παρέμειναν ορατά. Μπορούσε, φυσικά, να διακρίνει την κάθε ξεχωριστή ροή αλλά, εκτός από αυτές τις λίγες, όλες οι υπόλοιπες έμοιαζαν αξεδιάλυτα ενωμένες. «Πήγαινε τες όλες στο αρχοντικό, Νυνάβε», είπε. Ο ήλιος δεν ήθελε πολύ για να βασιλέψει. Ίσως τους έμεναν ακόμα δύο ώρες φωτός. «Ο Άρχοντας Χόρνγουελ θα μείνει άναυδος με τόσους επισκέπτες νυχτιάτικα, αλλά πείτε του πως είσαστε φιλοξενούμενες του κοριτσιού που έκλαψε για εκείνο το κοκκινοπούλι με τη σπασμένη φτερούγα. Θα το θυμηθεί. Θα έρθω το συντομότερο».

«Ηλαίην», άρχισε να λέει η Αβιέντα με περίεργα ανήσυχη φωνή, αλλά την ίδια στιγμή η Νυνάβε την έκοψε απότομα. «Δηλαδή, τι νομίζεις πως...»

Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να σταματήσει. Η Ηλαίην τράβηξε απότομα ένα από τα ανεπαίσθητα νήματα από την ύφανση. Αυτό ταλαντεύτηκε και τρεμούλιασε σαν ζωντανό πλοκάμι. Συστράφηκε και τσιτσίρισε, ενώ μικροσκοπικά χνούδια από σαϊντάρ αποκόπηκαν και χάθηκαν. Δεν το είχε προσέξει όταν η Αβιέντα διέλυσε την ύφανσή της, το μόνο που είχε δει ήταν το ένα άκρο. «Συνέχισε», είπε στη Νυνάβε. «Θα περιμένω τις υπόλοιπες μέχρι να εξαφανιστείτε όλες». Η Νυνάβε την κοίταξε με μάτια γουρλωμένα και στόμα ορθάνοικτο. «Είναι αναγκαίο», είπε η Ηλαίην αναστενάζοντας. «Οι Σωντσάν θα βρίσκονται στην αγροικία μέσα σε λίγες ώρες, αυτό είναι σίγουρο. Ακόμα κι αν περιμένουν μέχρι αύριο, υπάρχει περίπτωση κάποια από τις νταμέην να διαθέτει το Ταλέντο να διαβάζει υπολείμματα. Νυνάβε, δεν προτίθεμαι να κάνω δώρο στους Σωντσάν το Ταξίδεμα. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει!»

Η Νυνάβε γρύλισε κάτι μέσα από τα δόντια της σχετικά με τους Σωντσάν, κάτι εξαιρετικά ζουμερό κρίνοντας από τον τόνο της φωνής της. «Πάντως, δεν θα σε αφήσω να εξαντληθείς!» φώναξε. «Λοιπόν, βάλ’ το πίσω! Πριν ανατιναχτεί ολόκληρο το κατασκεύασμα, όπως είπε κι η Βαντέν. Θα μπορούσες να μας σκοτώσεις όλες!»

«Δεν γίνεται να τοποθετηθεί πίσω», είπε η Αβιέντα, ακουμπώντας με το χέρι της το μπράτσο της Νυνάβε. «Το άρχισε και τώρα πρέπει να το τελειώσει. Πρέπει να κάνεις ό,τι σου πει, Νυνάβε».

Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια της. Η λέξη «πρέπει» δεν ήταν από αυτές που της άρεσε να ακούει, ούτε ταίριαζε στην ψυχοσύνθεσή της. Ωστόσο, δεν ήταν ηλίθια, οπότε έπειτα από κάμποσα αγριοκοιτάγματα —προς το μέρος της Ηλαίην, της πύλης, της Αβιέντα κι ολόκληρου του κόσμου, γενικά— τύλιξε τα χέρια της γύρω από την Ηλαίην, σε ένα σφιχταγκάλιασμα που έκανε τα πλευρά της να τρίξουν.

«Να προσέχεις, μ’ ακούς;» ψιθύρισε. «Αν σκοτωθείς, ορκίζομαι πως θα σε γδάρω ζωντανή!» Παρά τη σοβαρότητα της κατάστασης, η Ηλαίην έσκασε στα γέλια. Η Νυνάβε ρουθούνισε, και την κράτησε σε απόσταση χεριού κρατώντας την από τους ώμους. «Ξέρεις καλά τι εννοώ», γκρίνιασε. «Και μη νομίζεις πως δεν εννοώ όσα λέω, γιατί θα πέσεις έξω!» πρόσθεσε με ηπιότερη φωνή. «Να προσέχεις».

Της πήρε ένα λεπτό μέχρι να συνέλθει, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια της κι εφαρμόζοντας σφικτά στα χέρια της τα γαλάζια γάντια ιππασίας. Μια υποψία υγρασίας υπήρχε πάνω στα μάτια της, αν και δεν θα έπρεπε. Η Νυνάβε ήταν συνηθισμένη να κάνει τους άλλους να κλαίνε, όχι να κλαίει η ίδια. «Λοιπόν», είπε δυνατά. «Άλις, αν δεν είναι όλοι έτοιμοι...» Στράφηκε κι η πρότασή της έγινε πνιχτό κρώξιμο.

Όσες υποτίθεται πως έπρεπε να είναι έφιππες βρίσκονταν πάνω στα άλογά τους, ακόμα κι οι Άθα’αν Μιέρε. Οι Πρόμαχοι ήταν μαζεμένοι γύρω από τις υπόλοιπες αδελφές. Ο Λαν με την Μπιργκίτε είχαν επιστρέψει κι η γυναίκα παρακολουθούσε την Ηλαίην γεμάτη ανησυχία. Οι υπηρέτες είχαν στοιχίσει τα υποζύγια κι οι γυναίκες του Σογιού περίμεναν υπομονετικά, πεζές οι περισσότερες εκτός από αυτές του Πλεχτού Κύκλου. Κάμποσα άλογα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ιππασία ήταν φορτωμένα με σακιά γεμάτα φαγώσιμα και πακέτα με διάφορα υπάρχοντα. Όσες είχαν φέρει μαζί τους περισσότερα απ’ αυτά που είχε επιτρέψει η Άλις —και που δεν ανήκαν στο Σόι— κουβαλούσαν τα δέματα στην πλάτη τους. Η λυγερόκορμη αριστοκράτισσα με το σημάδι είχε λυγίσει σε μια άβολη γωνία κάτω από το δέμα που κουβαλούσε κι αγριοκοίταζε τους πάντες εκτός από την Άλις. Κάθε γυναίκα με τη δυνατότητα της διαβίβασης είχε καρφώσει το βλέμμα της στην πύλη. Και κάθε γυναίκα που άκουσε τη Βαντέν να μιλάει για τους κινδύνους που ελλοχεύουν κοιτούσε το μαστιγωτό νημάτιο σαν να έβλεπε κόκκινη οχιά.