Выбрать главу

Ήταν η ίδια η Άλις που έφερε στη Νυνάβε το άλογό της και που ίσιωσε το μπλε πλουμιστό καπέλο καθώς η τελευταία έβαζε το πόδι της στον αναβολέα. Η Νυνάβε έστρεψε την παχουλή φοράδα βορεινά, με τον Λαν να οδηγεί τον Μαντάρμπ στο πλευρό της, κι έχοντας μια έκφραση απόλυτης ταπείνωσης στο πρόσωπό της. Η Ηλαίην δεν είχε καταλάβει για ποιο λόγο δεν έβαζε στη θέση της την Άλις. Σύμφωνα με όσα έλεγε η ίδια η Νυνάβε, από μικρή τα έβαζε με γυναίκες κατά πολύ μεγαλύτερες της. Και, σε τελική ανάλυση, τώρα πια ήταν μια Άες Σεντάι, κάτι που αποκτούσε ιδιαίτερα βαρύτητα απέναντι σε οποιαδήποτε γυναίκα του Σογιού.

Καθώς η φάλαγγα άρχισε να ταξιδεύει προς τους λόφους, η Ηλαίην κοίταξε προς το μέρος της Αβιέντα και της Μπιργκίτε. Η Αβιέντα απλώς στεκόταν εκεί, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τα στήθη της. Στο ένα της χέρι κρατούσε το ανγκριάλ της γυναίκας-που-ήταν-τυλιγμένη-με-τα-ίδια-της-τα-μαλλιά, Η Μπιργκίτε πήρε τα γκέμια της Λέαινας από την Ηλαίην, τα έβαλε μαζί με αυτά του δικού της αλόγου και του αλόγου της Αβιέντα, προχώρησε προς έναν μικρό ογκόλιθο κάπου είκοσι βήματα παραπέρα και κάθισε κάτω.

«Εσείς πρέπει να το κάνετε», άρχισε να λέει η Ηλαίην, αλλά έβηξε μόλις τα φρύδια της Αβιέντα ανασηκώθηκαν από την έκπληξη. Το να βγάλει εκτός κινδύνου την Αβιέντα ήταν αδύνατον δίχως να την ντροπιάσει. Ίσως να ήταν αδύνατον ούτως ή άλλως. «Θέλω να πας με τις υπόλοιπες», είπε στην Μπιργκίτε. «Πάρε και τη Λέαινα μαζί σου. Η Αβιέντα κι εγώ θα ιππεύουμε εναλλάξ το δικό της άλογο. Μου αρέσει το περπάτημα πριν τον ύπνο».

«Τη μισή στοργή να έδινες σε έναν άντρα απ’ όση δίνεις σ’ αυτό το άλογο», αποκρίθηκε ξερά η Μπιργκίτε, «θα γινόταν για πάντα δικός σου. Μου φαίνεται πως θα καθίσω εδώ λίγο. Σαν πολύ να ίππευσα σήμερα. Δεν μπορείς να με έχεις συνέχεια σήκω κάτσε. Αυτό το παιχνίδι το παίζουμε μπροστά στις υπόλοιπες αδελφές και στους Προμάχους εξαιτίας της ντροπαλότητάς σου, αλλά μεταξύ μας δεν ισχύει». Παρά τα ειρωνικά λόγια, η Ηλαίην αισθάνθηκε στοργή εκ μέρους της. Όχι, κάτι περισσότερο από στοργή. Ένιωσε τα μάτια της να την τσούζουν ξαφνικά. Ο θάνατός της θα πλήγωνε πολύ την Μπιργκίτε —ο δεσμός των Προμάχων φρόντιζε για κάτι τέτοιο— αλλά ήταν το καθήκον της φιλίας που την ανάγκασε να παραμείνει.

«Είμαι ευγνώμων που έχω δύο φίλες σαν κι. εσάς», είπε απλά. Η Μπιργκίτε μειδίασε, σαν να είχε ακούσει κάποια ανοησία.

Η Αβιέντα, ωστόσο, αναψοκοκκίνισε έντονα και κοίταξε την Μπιργκίτε με μάτια γουρλωμένα κι αναστατωμένη, λες κι η παρουσία της Προμάχου ήταν υπεύθυνη για τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. Βιαστικά, έστρεψε το βλέμμα της προς τη φάλαγγα των ανθρώπων που κόντευαν να φτάσουν στον πρώτο λόφο, κάπου μισό μίλι μακριά. «Καλύτερα να περιμένουμε μέχρι να απομακρυνθούν», είπε, «αλλά δεν γίνεται να περιμένεις για πολύ. Από τη στιγμή που άρχισες το ξετύλιγμα, οι ροές άρχισαν να γίνονται... στιλπνές... πέρα από ένα σημείο. Αν αφήσεις κάποια να σου γλιστρήσει προτού βγει από την ύφανση, είναι σαν να αφήνεις ελεύθερη την ίδια την ύφανση. Θα διαλυθεί σε ποιος ξέρει τι. Πάντως, μη βιάζεσαι. Το κάθε νήμα πρέπει να ελευθερωθεί όσο γίνεται. Όσο περισσότερα ελευθερώνονται, τόσο ευκολότερο είναι να γίνουν ορατά και τα άλλα, αλλά πάντα πρέπει να διαλέγεις το πιο ορατό». Χαμογελώντας ζεστά, πίεσε τα δάχτυλα της σταθερά στο μάγουλο της Ηλαίην. «Με λίγη προσοχή θα τα πας μια χαρά».

Δεν ακουγόταν και τόσο δύσκολο. Απλώς, έπρεπε να είναι προσεκτική. Έμοιαζε να πήρε πολύ χρόνο μέχρι να χαθεί κι η τελευταία γυναίκα πίσω από τους λόφους, η λυγερόκορμη αριστοκράτισσα που λύγιζε κάτω από τον όγκο των ρούχων της, για την ακρίβεια. Ο ήλιος ούτε καν πλησίαζε προς τη δύση του, αλλά ήταν σαν να είχαν περάσει ώρες. Τι ακριβώς εννοούσε η Αβιέντα λέγοντας «στιλπνές»; Της ήταν αδύνατον να δώσει μια εξήγηση, πέρα από διάφορες παραλλαγές της ίδιας λέξης, που κι αυτές όμως δεν ανταποκρίνονταν πλήρως στο νόημα.

Η Ηλαίην το ανακάλυψε μόλις άρχισε να το σκέφτεται ξανά. Η λέξη «στιλπνό» ταιριάζει σε ένα χέλι που το έχεις αλείψει με λίπος. Έτριξε τα δόντια της κρατώντας αυτήν την πρώτη ίνα, κι ήταν πολύ πιο σημαντικό να την κρατήσει παρά να προσπαθήσει να την ελευθερώσει. Αυτό που την συγκράτησε από το να ξεφυσήσει ανακουφιστικά όταν το νημάτιο του Αέρα άρχισε να τινάζεται σαν μαστίγιο, και τελικά ελευθερώθηκε, ήταν πως δεν είχε τελειώσει τίποτα. Αν οι ίνες γίνονταν ακόμα πιο «στιλπνές», δεν ήταν σίγουρη πως θα τα κατάφερνε. Η Αβιέντα την παρακολουθούσε από κοντά, αλλά δεν ξαναμίλησε, παρ’ όλο που δεν απόφευγε να της χαρίσει ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο όταν η Ηλαίην το χρειαζόταν. Δεν έβλεπε πουθενά την Μπιργκίτε —καθότι δεν τολμούσε να απομακρυνθεί από τη δουλειά της— ωστόσο την ένιωθε, ένας μικρός κόμβος συμπαγούς εμπιστοσύνης μέσα στο κεφάλι της, εμπιστοσύνης τόσης που να τη γεμίζει ολοκληρωτικά.