Ο ιδρώτας γλιστρούσε στο πρόσωπό της, στην πλάτη και στην κοιλιά της, μέχρι που άρχισε κι η ίδια να νιώθει «στιλπνή». Ένα μπάνιο απόψε θα ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτο. Όχι, δεν έπρεπε να κάνει τέτοιες σκέψεις. Όλη της η προσοχή έπρεπε να είναι στραμμένη στην ύφανση. Ο χειρισμός της γινόταν όλο και δυσκολότερος, τα νημάτια τρεμούλιαζαν μέσα στη λαβή της μόλις άγγιζε κάποιο, ωστόσο ελευθερώνονταν και κάθε φορά που ένα νημάτιο άρχιζε να μαστιγώνει τον αέρα, ένα άλλο ξεπηδούσε από τη μάζα και ξαφνικά γινόταν ξεκάθαρα αντιληπτό εκεί που λίγο πριν δεν υπήρχε παρά μόνο συμπαγές σαϊντάρ. Στα μάτια της, η πύλη έμοιαζε με παραμορφωμένη, εκατοντακέφαλη τερατωδία στον πάτο μιας λίμνης, περικυκλωμένη από μαστιγωτά πλοκάμια, καθένα εκ των οποίων κάλυπταν πυκνές τρίχες που δεν ήταν παρά τα νημάτια της Δύναμης που αύξαιναν, σφάδαζαν και χάνονταν για να αντικατασταθούν από καινούργια. Το άνοιγμα, ορατό στους πάντες, καμπτόταν στα άκρα, αλλάζοντας συνεχώς μορφή και μέγεθος. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν κι η ένταση της έτσουζε τα μάτια όσο και ο ιδρώτας. Δεν είχε ιδέα για πόσο θα μπορούσε ακόμα να συνεχίσει. Πάλεψε, τρίζοντας τα δόντια της. Ένα νημάτιο τη φορά. Ένα νημάτιο τη φορά.
Χίλια μίλια μακρύτερα, δηλαδή λιγότερο από εκατό βήματα απόσταση από την τρεμάμενη πύλη, δεκάδες στρατιώτες ξεχύνονταν γύρω από τα λευκά κτήρια του αγροκτήματος, άντρες κοντοί που κουβαλούσαν βαλλίστρες, φορώντας καφετιούς θώρακες και βαμμένες περικεφαλαίες που έμοιαζαν με κεφάλια τεράστιων εντόμων. Πίσω τους ερχόταν μια γυναίκα με κόκκινο φόρεμα και με μια ασημιά αστραπή ζωγραφισμένη στη φούστα της, ενώ ένα βραχιόλι στον καρπό της συνδεόταν μέσω ενός ασημένιου λουριού με το περιλαίμιο που ήταν περασμένο γύρω από τον λαιμό μιας γυναίκας ντυμένης στα γκρίζα. Ακολουθούσαν άλλη μία σουλ’ντάμ με την νταμέην της και πιο πίσω βρισκόταν ακόμα ένα ζευγάρι. Μία από τις σουλ’ντάμ έδειξε με το χέρι της την πύλη, κι η λάμψη του σαϊντάρ περιέβαλε αμέσως την νταμέην της.
«Πέστε κάτω!» ούρλιαξε η Ηλαίην, πέφτοντας προς τα πίσω, εκτός ορατότητας του αγροκτήματος, και μια ασημογάλαζη αστραπή πέρασε μέσα από την πύλη με έναν εκκωφαντικό βρυχηθμό, διακλαδιζόμενη με μανία προς κάθε κατεύθυνση. Τα μαλλιά της ανασηκώθηκαν, λες κι η κάθε πλεξούδα ήθελε να τεντωθεί από μόνη της, κι όπου ακουμπούσαν οι διχάλες της αστραπής ακολουθούσε ένα μπουμπουνητό κι η γη ανατιναζόταν σε χωμάτινους πίδακες. Η σκόνη και τα βότσαλα έπεφταν γύρω της σαν βροχή.
Ξαφνικά, η ακοή τους επανήλθε κι ακούστηκε η φωνή ενός άντρα από την άλλη μεριά του ανοίγματος, μια ψευδή φωνή με μακρόσυρτη προφορά που, μαζί με τα λόγια που ακολούθησαν, την έκαναν να ανατριχιάσει. «...πρέπει να τις συλλάβουμε ζωντανές, ηλίθιοι!»
Ξαφνικά, ένας από τους στρατιώτες πήδηξε στο λιβάδι, ακριβώς μπροστά της. Το βέλος της Μπιργκίτε διαπέρασε τη σφιχτή γροθιά που ήταν ανάγλυφα αποτυπωμένη στη δερμάτινη πανοπλία του. Ένας δεύτερος στρατιώτης Σωντσάν σκόνταψε πάνω στον πρώτο καθώς αυτός έπεφτε, και το μαχαίρι που η Αβιέντα έκρυβε στη ζώνη της καρφώθηκε στον λαιμό του πριν καταλάβει καλά-καλά τι συνέβαινε. Τα βέλη έπεφταν σαν χαλάζι από το τόξο της Μπιργκίτε. Με τη μία της μπότα ακουμπισμένη στα γκέμια του αλόγου, μειδιούσε απαίσια καθώς τα εξαπέλυε. Τα άλογα έτρεμαν, τίναζαν τα κεφάλια τους από τη μια μεριά στην άλλη και χόρευαν λες κι ήθελαν να ελευθερωθούν και να τρέξουν μακριά, αλλά η Μπιργκίτε έμεινε στη θέση της εξαπολύοντας τα βέλη της όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Οι κραυγές που ακούγονταν πέρα από την πύλη μαρτυρούσαν ότι η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο έβρισκε στόχο κάθε φορά που εξαπέλυε βέλος. Σύντομα ήρθε η απάντηση, γρήγορη σαν άσχημη σκέψη, και φάνηκαν μαύρες ραβδώσεις και βλήματα από βαλλίστρες. Όλα συνέβαιναν πολύ γρήγορα. Η Αβιέντα έπεσε και το αίμα κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα της που έσφιγγαν το δεξί της μπράτσο, αλλά τα αποτράβηξε αμέσως από την πληγή κι άρχισε να σέρνεται και να ξύνει με τα νύχια της το έδαφος αναζητώντας το ανγκριάλ, με την αποφασιστικότητα χαραγμένη στο πρόσωπό της. Η Μπιργκίτε άφησε μια κραυγή. Το τόξο έπεσε από τα χέρια της κι άρπαξε τον γοφό της, εκεί που εξείχε η άκρη από ένα μικρό βέλος. Η Ηλαίην ένιωσε την αγωνία της σαν μαχαιριά, τόσο έντονα λες κι είχε χτυπηθεί η ίδια.