Απεγνωσμένα, άδραξε άλλο ένα νημάτιο από το σημείο που είχε πέσει. Έντρομη, συνειδητοποίησε έπειτα από ένα τράβηγμα πως ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει για να κρατηθεί ζωντανή. Άραγε, κουνήθηκε το νημάτιο; Ελευθερώθηκε καν; Σε αυτήν την περίπτωση δεν τολμούσε να το αφήσει. Το νήμα τρεμούλιασε έντονα μέσα στην παλάμη της, σαν να ήταν λιπαρό.
«Ζωντανές, είπα!» βρυχήθηκε η φωνή του Σωντσάν. «Όποιος σκοτώσει γυναίκα δεν θα έχει μερίδιο από το χρυσάφι!» Ο καταιγισμός των βλημάτων από τις βαλλίστρες έπαψε αμέσως.
«Θέλετε να με πάρετε;» ούρλιαξε η Αβιέντα. «Ελάτε να χορέψουμε, τότε!» Η λάμψη του σαϊντάρ την περικύκλωσε ξαφνικά, μια λάμψη αχνή ακόμα και με τη βοήθεια του ανγκριάλ, και μπάλες φωτιάς ξεπήδησαν μπροστά από την πύλη και διασκορπίστηκαν ξανά και ξανά. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες μπάλες, αλλά οι εκρήξεις, καθώς έσκαγαν στην Αλτάρα, ηχούσαν με έναν ρυθμό σταθερό. Η Αβιέντα, ωστόσο, είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια και το πρόσωπό της έλαμπε από τον ιδρώτα. Η Μπιργκίτε είχε επανακτήσει το τόξο της κι έμοιαζε σωστή ηρωίδα του θρύλου, με το αίμα να κυλάει πάνω στο πόδι της, ανίκανη σχεδόν να σταθεί όρθια, αλλά έχοντας ένα βέλος τραβηγμένο πάνω στη χορδή, αναζητώντας στόχο.
Η Ηλαίην προσπάθησε να ελέγξει την αναπνοή της. Ήταν αδύνατον να αγκαλιάσει έστω κι ένα ξέφτι Δύναμης, οπότε αδυνατούσε να βοηθήσει. «Εσείς οι δύο πρέπει να φύγετε», είπε. Δεν πίστευε στα αυτιά της όταν άκουσε τον τόνο της φωνής της, ήρεμο σαν πάγο. Ήξερε πως, κανονικά, έπρεπε να θρηνεί. Η καρδιά της πάσχιζε να πεταχτεί από το στήθος της. «Δεν ξέρω για πόσο ακόμα μπορώ να κρατήσω». Κι ήταν αλήθεια, τόσο για ολόκληρη την ύφανση όσο και γι’ αυτό το μοναχικό νημάτιο. Της έφευγε, άραγε; «Φύγετε, όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Η άλλη πλευρά του λόφου θα πρέπει να είναι ασφαλής, αλλά όσο πιο μακριά πάτε τόσο καλύτερα. Εμπρός, φύγετε!»
Η Μπιργκίτε γρύλισε κάτι στην Παλιά Γλώσσα, ακατανόητο στην Ηλαίην. Έμοιαζε με φράσεις που πολύ θα ήθελε να μάθει. Αν, φυσικά, της παρουσιαζόταν ποτέ η ευκαιρία. Η Μπιργκίτε συνέχισε να μιλάει χρησιμοποιώντας λέξεις που η Ηλαίην καταλάβαινε. «Άσε αυτό το αναθεματισμένο πράγμα πριν σου πω εγώ, και δεν θα έχεις να ανησυχείς μήπως σε γδάρει ζωντανή η Νυνάβε. Θα το κάνω εγώ. Κατόπιν, θα την αφήσω να αναλάβει αυτή. Ήσυχα και προσηλωμένα! Αβιέντα, έλα με προσοχή πίσω από αυτό το πράγμα —μπορείς να τα καταφέρεις;— έλα καβάλα πάνω σε ένα από τούτα τα καταραμένα άλογα».
«Όσο είμαι σε θέση να παρατηρώ το σημείο ύφανσης, τα καταφέρνω», αποκρίθηκε η Αβιέντα, τρικλίζοντας για να σταθεί όρθια. Παρέπαιε, γέρνοντας πλάγια, και μόλις που συγκρατούνταν να μην πέσει. Το αίμα έρεε στο μανίκι της από μια άσχημη πληγή. «Νομίζω πως θα τα καταφέρω». Εξαφανίστηκε πίσω από την πύλη, ενώ οι φλόγινες μπάλες εξακολούθησαν να εκτοξεύονται. Δεν ήταν δύσκολο να δεις από την αντίθετη πλευρά της πύλης, αν κι αυτό που θα έβλεπες έμοιαζε περισσότερο με ζεστή αχλή που αιωρούνταν στον αέρα. Ωστόσο, δεν μπορούσες να περάσεις μέσα από την πλευρά εκείνη —η προσπάθεια και μόνο θα ήταν εξαιρετικά οδυνηρή— κι όταν η Αβιέντα φάνηκε ξανά τρίκλιζε ακόμα περισσότερο. Η Μπιργκίτε τη βοήθησε να ανέβει στο ευνουχισμένο της ζώο αλλά —αν είναι δυνατόν— από την ανάποδη!
Όταν η Μπιργκίτε τής έκανε νόημα αλαφιασμένη, η Ηλαίην δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να της αποκριθεί κουνώντας το κεφάλι της. Αν μη τι άλλο, φοβόταν τι θα συνέβαινε αν έκανε μια τέτοια κίνηση. «Δεν είμαι σίγουρη πως μπορώ να κρατήσω κι άλλο, αν προσπαθήσω να σηκωθώ». Η αλήθεια ήταν πως αμφέβαλλε αν μπορούσε καν να σηκωθεί. Δεν ήταν απλά εξουθενωμένη. Οι μύες της είχαν νερουλιάσει. «Φύγετε όσο γρηγορότερα γίνεται. Θα κρατήσω όσο μπορώ. Σας παρακαλώ, φύγετε!»
Μουρμουρίζοντας βλαστήμιες στην Παλιά Γλώσσα —και μάλλον βλαστήμιες ήταν, κρίνοντας από τον τρόπο που ηχούσαν!— η Μπιργκίτε πέταξε τα ηνία του αλόγου στα χέρια της Αβιέντα. Πέφτοντας δύο φορές σχεδόν, προχώρησε κουτσαίνοντας προς το μέρος της Ηλαίην κι έσκυψε για να την πιάσει από τους ώμους. «Μπορείς να κρατηθείς», είπε κι η φωνή της ήταν γεμάτη με την πειστικότητα που αισθανόταν η Ηλαίην να εκπορεύεται από τη γυναίκα. «Ποτέ μου δεν συνάντησα Βασίλισσα του Άντορ πριν από σένα, αλλά ξέρω αρκετές βασίλισσες σαν και σένα. Ραχοκοκαλιά από ατσάλι και καρδιά λιονταριού. Μπορείς να τα καταφέρεις!»
Με αργές κινήσεις, τράβηξε την Ηλαίην δίχως να περιμένει απάντηση, με πρόσωπο σφικτό και την κάθε μαχαιριά που ένιωθε στο πόδι της να αντανακλά μέσα στο κεφάλι της Ηλαίην, η οποία τρεμούλιαζε από την προσπάθεια να κρατήσει την ύφανση, να κρατήσει αυτό το μοναδικό νήμα. Αισθάνθηκε έκπληξη όταν κατόρθωσε να σηκωθεί και συνειδητοποίησε πως είναι ζωντανή. Το πόδι της Μπιργκίτε παλλόταν τρελά από τον πόνο μέσα στο κεφάλι της. Προσπάθησε να μη γείρει πάνω στην Μπιργκίτε, αλλά τα τρεμάμενα μέλη της δεν τη στήριζαν και τόσο. Προχωρώντας προς τα άλογα και μισογέρνοντας η μία πάνω στην άλλη, κοιτούσε συνεχώς πάνω από τον ώμο της. Μπορούσε να κρατήσει μία ύφανση δίχως να την κοιτάει —υπό φυσιολογικές συνθήκες— αλλά έπρεπε να αυτοεπιβεβαιώνεται συνεχώς πως όντως κρατούσε γερά αυτό το νημάτιο, πως δεν της είχε γλιστρήσει. Η πύλη φαινόταν τώρα σαν μια ύφανση που δεν είχε δει ποτέ της. Συστρεφόταν άγρια και τα κατσαρά της πλοκάμια κουλουριάζονταν.