Κατέπνιξε έναν αναστεναγμό. Αν μη τι άλλο, δεν της άρεσε να βλέπει να μεταχειρίζονται τις αδελφές κατ’ αυτόν τον τρόπο —όποια κι αν ήταν η αιτία ή η ανάγκη— όμως, επίσης, ήταν προφανές πως κάποιες Σοφές ήθελαν να... Τι; Να την κάνουν να συνειδητοποιήσει πως το να είναι Άες Σεντάι δεν σήμαινε τίποτα εκεί; Γελοίο. Αυτό είχε καταστεί σαφές εδώ και μέρες. Μήπως ότι θα μπορούσε κι αυτή να βρεθεί ντυμένη με μαύρο χιτώνιο; Προς το παρόν, πίστευε πως ήταν ασφαλής από κάτι τέτοιο, μα οι Σοφές έκρυβαν κι άλλα μυστικά που έπρεπε να ξεδιαλύνει· το πιο ασήμαντο εξ αυτών ήταν πώς λειτουργούσε η ιεραρχία τους. Σίγουρα το πιο ασήμαντο σε σχέση με τα υπόλοιπα, αλλά ζωτικής σημασίας στην πραγματικότητα. Γυναίκες που διέταζαν δέχονταν συχνά εντολές από εκείνες τις οποίες διέταζαν νωρίτερα, κι έπειτα οι ρόλοι εναλλάσσονταν ξανά, χωρίς κανέναν ρυθμό ή αιτία που μπορούσε η ίδια να αντιληφθεί. Ωστόσο, κανείς δεν είχε διατάξει μέχρι τώρα τη Σορίλεα, κι αυτό την έκανε να αισθάνεται κάποια ασφάλεια.
Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια αίσθηση ικανοποίησης. Νωρίς το πρωί, στο Παλάτι του Ήλιου, η Σορίλεα είχε απαιτήσει να μάθει τι ντρόπιαζε περισσότερο από καθετί άλλο τους υδροβίους. Η Κιρούνα κι οι υπόλοιπες αδελφές δεν κατάλαβαν τι εννοούσε· δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να δουν τι συνέβαινε εκεί έξω, φοβούμενες ίσως αυτό που θα μάθαιναν, φοβούμενες τα επακόλουθα της γνώσης στους όρκους που είχαν δώσει. Πάσχιζαν ακόμη να δικαιολογήσουν το μονοπάτι στο οποίο τις είχε ρίξει η μοίρα, αλλά η Βέριν είχε ήδη πολλούς λόγους να ακολουθήσει το δικό της μονοπάτι, την επιδίωξη των δικών της στόχων. Είχε μια λίστα μέσα στο πουγκί της, έτοιμη να τη δώσει στη Σορίλεα μόλις θα βρίσκονταν μόνες. Δεν ήταν ανάγκη να το μάθουν κι οι υπόλοιποι. Δεν είχε συναντήσει ποτέ κάποιες από τις κρατούμενες, αλλά σκέφτηκε πως, για τις περισσότερες γυναίκες, η λίστα αυτή συνόψιζε όλες τις αδυναμίες που αναζητούσε η Σορίλεα. Η ζωή θα γινόταν ακόμα δυσκολότερη για τις μαυροντυμένες. Και με λίγη τύχη, όλο και κάποιος θα τη βοηθούσε στις προσπάθειές της.
Δύο ογκώδεις Αελίτες, πλατύστερνοι όσο η λαβή ενός τσεκουριού, κάθονταν ακριβώς έξω από τη σκηνή, φαινομενικά απορροφημένοι σε ένα περίπλοκο παιχνίδι. Μόλις όμως το κεφάλι της Βέριν ξεπρόβαλε από το πάνινο άνοιγμα, αμέσως κοίταξαν ολόγυρα. Ο Κόραμ, παρά το μέγεθός του, τινάχτηκε σαν ερπετό που ξεδίπλωνε τις σπείρες του, ενώ ο Μένταν απλά περίμενε, έτοιμος να πεταχτεί. Αν στεκόταν στητή, το κεφάλι της μόλις και μετά βίας θα έφτανε στα στήθη τους. Θα μπορούσε βέβαια να τους κάνει ό,τι θέλει, φυσικά. Αν τολμούσε. Κατά καιρούς έμπαινε στον πειρασμό. Ήταν οι εντεταλμένοι φυλακές της, η προστασία της από οποιουδήποτε είδους παρεξηγήσεις θα μπορούσαν να προκύψουν σε έναν καταυλισμό. Και, αναμφίβολα, ανέφεραν οτιδήποτε έλεγε ή έκανε. Από μια άποψη, θα προτιμούσε να έχει μαζί της τον Τόμας, μολονότι αυτό δεν ήταν και τόσο απόλυτο. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρατάς μυστικά από τον Πρόμαχό σου παρά από έναν ξένο.
«Πληροφόρησε, σε παρακαλώ, την Κολίντα πως τελείωσα με την Τουράνα Νορίλ», είπε στον Κόραμ, «και ζήτησε της να μου στείλει την Κατερίνε Αλρούντιν». Ήθελε κατ’ αρχάς να ασχοληθεί με τις αδελφές που δεν διέθεταν Προμάχους. Ο άντρας ένευσε κι απομακρύνθηκε γοργά δίχως να πει λέξη. Αυτοί οι Αελίτες δεν ήξεραν και πολλά από ευγένεια.
Ο Μένταν κάθισε ανακούρκουδα, παρακολουθώντας τη με τα εντυπωσιακά γαλάζια μάτια του. Ένας από τους δύο παρέμενε πάντα μαζί της, ανεξάρτητα από τις προσταγές της. Μια λωρίδα πορφυρού υφάσματος ήταν δεμένη γύρω από τους κροτάφους του, σημαδεμένη με το αρχαίο σύμβολο των Άες Σεντάι. Όπως οι υπόλοιποι άντρες που τη φορούσαν, όπως κι οι Κόρες, έμοιαζε να περιμένει από τη Βέριν να κάνει κάποιο λάθος. Τέλος πάντων, δεν ήταν οι πρώτοι ούτε οι πιο επικίνδυνοι. Είχαν περάσει εβδομήντα ένα χρόνια από την τελευταία φορά που είχε σφάλει σοβαρά.
Χάρισε στον Μένταν ένα επιτηδευμένα αδιόρατο χαμόγελο κι έκανε να μπει ξανά στη σκηνή, όταν ξαφνικά κάτι πήρε το μάτι της και μαρμάρωσε. Αν ο Αελίτης είχε προσπαθήσει εκείνη τη στιγμή να της κόψει τον λαιμό, ούτε καν θα το πρόσεχε.
Όχι πολύ μακριά από το σημείο που στεκόταν σκυμμένη στην είσοδο της σκηνής, βρίσκονταν παραταγμένες και γονατιστές εννέα ή δέκα γυναίκες κυλώντας μυλόπετρες πάνω στην επίπεδη πέτρινη επιφάνεια των χειρόμυλων, οι οποίοι δεν διέφεραν διόλου από αυτούς που συναντούσε κανείς σε οποιαδήποτε απομονωμένη αγροικία. Άλλες κουβαλούσαν σιτηρά μέσα σε καλάθια και συγκέντρωναν το σκληρό αλεύρι. Οι εννέα ή δέκα γονυπετείς γυναίκες φορούσαν μαύρες φούστες και ξεθωριασμένες μπλούζες, ενώ τα διπλωμένα μαντίλια κρατούσαν τα μαλλιά τους μαζεμένα πίσω. Μία από δαύτες, αρκετά πιο κοντή από τις υπόλοιπες κι η μόνη που τα μαλλιά της δεν κρέμονταν μέχρι τη μέση της ή ακόμα πιο κάτω, δεν είχε πάνω της ούτε ένα περιδέραιο, ούτε ένα βραχιόλι. Κοίταξε ψηλά κι η δυσαρέσκεια σκλήρυνε το ροδαλό της πρόσωπο μόλις το βλέμμα της συνάντησε αυτό της Βέριν. Μόνο για μια στιγμή, ωστόσο, πριν ζαρώσει και πάλι, επιστρέφοντας βιαστικά στη δουλειά της.