Выбрать главу

Αφήνοντας ένα βογκητό, η Μπιργκίτε την πέταξε περισσότερο παρά τη βοήθησε να ανέβει στη σέλα. Ανάποδα, όπως ακριβώς είχε κάνει και με την Αβιέντα! «Πρέπει να δεις», της εξήγησε, κουτσαίνοντας προς το μέρος του ευνουχισμένου της ζώου. Κρατώντας τα γκέμια και των τριών αλόγων, ανέβηκε με κόπο στη σέλα. Δεν έβγαλε άχνα, αλλά η Ηλαίην ένιωσε την αγωνία της. «Θα κάνεις αυτό που χρειάζεται κι άσε σε μένα το θέμα του προορισμού μας». Τα άλογα ξεκίνησαν καλπάζοντας, εν μέρει από ανυπομονησία να φύγουν από το μέρος εκείνο κι εν μέρει από το σπιρούνισμα της Μπιργκίτε στα πλευρά του ζώου της.

Η Ηλαίην κρατιόταν στο προεξέχον οπίσθιο τμήμα της σέλας της, εξίσου πεισματικά όσο και στην ύφανση, στο ίδιο το σαϊντάρ. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να κρατηθεί, μια κι ο καλπασμός του αλόγου κόντευε να την πετάξει κάτω. Η Αβιέντα χρησιμοποιούσε το πίσω μέρος της σέλας της ως υποστήριγμα για να κρατιέται ευθυτενής. Το στόμα της έχασκε ανοιχτό, ρουφώντας αέρα, και το βλέμμα της έμοιαζε καρφωμένο κάπου. Ωστόσο, η λάμψη την περικύκλωνε κι η συνεχόμενη ροή από μπάλες φωτιάς δεν είχε σταματήσει ούτε στο ελάχιστο. Δεν ήταν τόσο πυκνή όσο πριν, βέβαια, και μερικές βολές έπεφταν μακριά από την πύλη, χαράζοντας φλόγινες λωρίδες πάνω στο γρασίδι ή ανατινάζονταν στο έδαφος, παραπέρα, αλλά συνέχισαν να σχηματίζονται και να εξαπολύονται χωρίς σταματημό. Η Ηλαίην πήρε δυνάμεις, ανάγκασε τον εαυτό της να πάρει δυνάμεις. Αφού η Αβιέντα τα έβγαζε πέρα στην κατάσταση που βρισκόταν, μπορούσε κι αυτή να κάνει το ίδιο.

Το ζώο συνέχιζε τον καλπασμό του κι η πύλη άρχισε να μικραίνει, ενώ καφετί γρασίδι απλώθηκε ανάμεσα στις γυναίκες και το άνοιγμα, κι ύστερα το έδαφος άρχισε να ανηφορίζει. Ανέβαιναν στον λόφο! Η Μπιργκίτε είχε περάσει για άλλη μια φορά το βέλος στη χορδή του τόξου κι έμοιαζε συγκεντρωμένη, καταπολεμώντας την αγωνία από τον πόνο στα πόδια της, παροτρύνοντας τα άλογα να αναπτύξουν μεγαλύτερη ταχύτητα. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να φτάσουν στην κορυφή κι από κει στην άλλη πλευρά.

Με μια πνιχτή κραυγή, η Αβιέντα έγειρε πάνω στους αγκώνες της κι άρχισε να αναπηδά πάνω στη σέλα της σαν χαλαρωμένο σακί. Ο φωτισμός του σαϊντάρ τρεμούλιασε γύρω της και χάθηκε. «Δεν μπορώ», φώναξε λαχανιασμένη. «Δεν μπορώ». Ήταν το μόνο που κατάφερε να πει. Οι στρατιώτες των Σωντσάν άρχισαν να ξεπετάγονται στο λιβάδι σχεδόν με το που σταμάτησε το χαλάζι της φωτιάς.

«Όλα καλά», κατάφερε να πει η Ηλαίην. Ο λαιμός της ήταν ξερός σαν να είχε καταπιεί άμμο. Όλη η υγρασία που είχε επάνω της τώρα κάλυπτε το δέρμα της και διαπότιζε τα ρούχα της. «Είναι πολύ κουραστικό να χρησιμοποιείς ένα ανγκριάλ. Τα πήγες πολύ καλά και τώρα δεν μπορούν να μας πιάσουν».

Χλευάζοντας λες τα λόγια της, μια σουλ’ντάμ εμφανίστηκε στο λιβάδι από κάτω· ακόμα κι από απόσταση μισού μιλίου, οι δύο γυναίκες ξεχώριζαν. Οι ακτίνες του ήλιου, που κόντευε να δύσει πλέον, αντανακλούσαν πάνω στο α’ντάμ που τις συνέδεε. Άλλο ένα ζευγάρι γυναικών φάνηκε, κι ύστερα ένα τρίτο, ένα τέταρτο κι ένα πέμπτο.

«Στην κορυφή!» φώναξε ζωηρά η Μπιργκίτε. «Τα καταφέραμε! Απόψε μας περιμένουν ένα ποτήρι καλό κρασί κι ένας βασταγερός άντρας!»

Κάτω, στο λιβάδι, μια από τις σουλ’ντάμ τέντωσε το χέρι της κι ο χρόνος φάνηκε να σταματάει για την Ηλαίην. Η λάμψη της Μίας Δύναμης ξεπήδησε γύρω από την νταμέην της γυναίκας. Η Ηλαίην μπορούσε να δει την ύφανση που σχηματιζόταν. Γνώριζε πολύ καλά τι ήταν. Και δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσει. «Πιο γρήγορα!» φώναξε. Η θωράκιση τη χτύπησε. Θα έπρεπε να είναι δυνατότερη για να την αντέξει —θα έπρεπε! — αλλά έτσι εξουθενωμένη που ήταν κι αδράχνοντας το σαϊντάρ με τα τελευταία υπολείμματα της δύναμης της, η θωράκιση τη διαχώρισε από την Πηγή. Κάτω στο λιβάδι, η ύφανση που κάποτε ήταν πύλη κατέρρευσε προς τα μέσα. Καταβεβλημένη και μοιάζοντας να μην μπορεί καν να κουνηθεί, η Αβιέντα πετάχτηκε από τη σέλα της κι έπεσε πάνω στην Ηλαίην. Έπεσαν κι οι δυο τους στο έδαφος. Η Ηλαίην μόλις που πρόλαβε να δει τη μακρινή πλαγιά του λόφου καθώς έπεφτε.