Выбрать главу

Η ατμόσφαιρα απέκτησε λευκή απόχρωση, που εμπόδιζε το οπτικό της πεδίο. Ήξερε πως από κάπου ακουγόταν ένας ήχος —κάτι σαν δυνατό μούγκρισμα— αλλά ήταν πέρα από το πεδίο ακοής της. Κάτι τη χτύπησε, σαν να είχε πέσει από την ταράτσα ενός ψηλού πύργου στο σκληρό πλακόστρωτο.

Άνοιξε τα μάτια της κι ατένισε τον ουρανό που έμοιαζε κάπως παράξενος και θολός. Για μια στιγμή αδυνατούσε να κινηθεί κι, όταν το έκανε, ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Πονούσε παντού. Μα το Φως, πόσο πονούσε! Αργά-αργά, ανασήκωσε ένα χέρι μέχρι το πρόσωπό της. Όταν το αποτράβηξε, τα δάχτυλά της ήταν κόκκινα. Αίμα. Οι υπόλοιπες; Έπρεπε να τις βοηθήσει. Διαισθανόταν την Μπιργκίτε, ένιωθε τον πόνο της σαν να ήταν δικός της, αλλά τουλάχιστον ήταν ζωντανή. Όπως, επίσης, αποφασισμένη και θυμωμένη. Μάλλον δεν είχε πληγωθεί άσχημα. Η Αβιέντα;

Αφήνοντας έναν λυγμό, η Ηλαίην κύλησε στο πλάι κι ύστερα ανασηκώθηκε στα χέρια και στα γόνατα της, με το κεφάλι της να γυρίζει και την αγωνία να μαχαιρώνει τα πλευρά της. Θυμήθηκε αόριστα πως, ακόμα κι αν έχεις ένα μονάχα πλευρό σπασμένο, η οποιαδήποτε κίνηση κρύβει κινδύνους, αλλά η σκέψη αυτή ήταν θολή όπως κι η λοφοπλαγιά. Έμοιαζε κάπως... δύσκολο να σκέφτεται. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της κι αυτό φάνηκε να βοηθάει την όρασή της με κάποιον τρόπο. Βρισκόταν σχεδόν στους πρόποδες του λόφου! Από πάνω της υψωνόταν μια θολούρα καπνιάς προερχόμενη από το λιβάδι. Δεν το θεώρησε διόλου σημαντικό.

Τριάντα βήματα πιο πάνω στην πλαγιά, η Αβιέντα ήταν κι αυτή στηριγμένη στα χέρια και στα γόνατά της, κοντεύοντας να πέσει μόλις ανασήκωσε το ένα της χέρι για να σκουπίσει το αίμα που κυλούσε στο πρόσωπό της, αλλά συνέχιζε να ψάχνει τριγύρω ανήσυχα. Η ματιά της έπεσε πάνω στην Ηλαίην και πάγωσε στη θέση της, κοιτώντας τη σαν χαζή. Η Ηλαίην αναρωτήθηκε πόσο χάλια έδειχνε. Σίγουρα όχι χειρότερα από την ίδια την Αβιέντα. Το μισό μέρος της φούστας της άλλης γυναίκας είχε εξαφανιστεί, το μπούστο της είχε σκιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά, και στα σημεία που ξεπρόβαλλε το γυμνό της δέρμα υπήρχε αίμα.

Η Ηλαίην σύρθηκε κοντά της. Έτσι όπως ένιωθε το κεφάλι της, της ήταν πολύ ευκολότερο να συρθεί παρά να προσπαθήσει να σταθεί όρθια και να περπατήσει. Καθώς την πλησίαζε, η Αβιέντα άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης.

«Είσαι καλά», της είπε ακουμπώντας τα ματωμένα της δάχτυλα στο μάγουλο της Ηλαίην. «Φοβήθηκα τόσο πολύ. Τόσο πολύ».

Η Ηλαίην βλεφάρισε ξαφνιασμένη. Απ’ όσο μπορούσε να κρίνει, ήταν στα ίδια χάλια με την Αβιέντα. Η φούστα της ήταν άθικτη, αλλά το μισό της μπούστο ήταν εντελώς σκισμένο κι έμοιαζε να αιμορραγεί από καμιά εικοσαριά βαθιές πληγές. Και τότε θυμήθηκε. Δεν είχε εξαντληθεί. Ρίγησε στη σκέψη. «Είμαστε κι οι δυο καλά», είπε μαλακά.

Στην άλλη πλευρά, η Μπιργκίτε σκούπισε το μαχαίρι της ζώνης της στη χαίτη του ευνουχισμένου ζώου της Αβιέντα κι ίσιωσε το ανάστημά της μπροστά από το ακίνητο άλογο. Το δεξί της μπράτσο κρεμόταν, το πανωφόρι της, μαζί με μια μπότα, είχαν εξαφανιστεί, και το υπόλοιπο φόρεμά της είχε σκιστεί. Η ποσότητα του αίματος που κάλυπτε τα ρούχα και το δέρμα της ήταν όση των άλλων δύο γυναικών μαζί. Το βέλος της βαλλίστρας που εξείχε από τον γοφό της έμοιαζε να είναι η χειρότερη από τις πληγές επάνω της, αλλά κι οι υπόλοιπες δεν ήταν αμελητέες. «Η ραχοκοκαλιά του ήταν σπασμένη», είπε, δείχνοντας προς το μέρος του αλόγου, στα πόδια της. «Όπως κι η δικιά μου, νομίζω, αλλά την τελευταία φορά που το είδα έτρεχε λες και θα κέρδιζε το Στεφάνι του Μεγκάιριλ. Ανέκαθεν πίστευα πως έχει έφεση στην ταχύτητα. Η Λέαινα». Ανασήκωσε τους ώμους της και μόρφασε. «Ηλαίην, η Λέαινα ήταν νεκρή όταν τη βρήκα. Λυπάμαι πολύ».

«Είμαστε ζωντανές», είπε η Ηλαίην με σταθερή φωνή, «κι αυτό είναι που μετράει». Θα έβρισκε αργότερα χρόνο να θρηνήσει για τη Λέαινα. Ο καπνός πάνω από τη λοφοκορυφή δεν ήταν πυκνός, αλλά κάλυπτε μια ευρύτερη περιοχή. «Θέλω να δω τι ακριβώς κατάφερα».

Χρειάστηκε να στηριχθούν η μία πάνω στην άλλη για να μπορέσουν να σταθούν όρθιες, κι η ανάβαση της λοφοπλαγιάς αποδείχτηκε μια υπέρμετρη προσπάθεια γεμάτη λαχανιάσματα και γογγυσμούς, ακόμα κι εκ μέρους της Αβιέντα. Έμοιαζαν σαν να τις είχαν ξυλοφορτώσει μέχρι θανάτου —κι η Ηλαίην πίστευε ότι, κατά βάθος, κάτι τέτοιο συνέβη— και το παρουσιαστικό τους ήταν σαν να είχαν κυλιστεί σε σφαγείο. Η Αβιέντα εξακολουθούσε να κρατάει το ανγκριάλ σφικτά μέσα στη γροθιά της, αλλά ακόμα κι αν η ίδια ή η Ηλαίην κατείχαν κάτι παραπάνω από το ελάχιστο Ταλέντο της Θεραπείας, καμιά τους δεν θα κατάφερνε να αγκαλιάσει την Πηγή, πόσω μάλλον να διαβιβάσει. Στην κορυφή του λόφου έγειραν η μία πάνω στην άλλη κι απέμειναν να ατενίζουν την καταστροφή.