Выбрать главу

Η φωτιά σχημάτιζε κύκλο γύρω από το λιβάδι, αλλά ο πυρήνας της ήταν μαυρισμένος, σιγόκαιγε κι είχε σαρώσει ακόμη και τους ογκόλιθους. Τα μισά δέντρα στις γύρω πλαγιές είχαν σπάσει ή έγερναν από την αντίθετη μεριά του λιβαδιού. Γεράκια άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, καβαλώντας τον θερμό αέρα που υψωνόταν από τις φλόγες. Αυτός ήταν ο τρόπος που κυνηγούσαν, αναζητώντας μικρά ζώα που έτρεχαν να ξεφύγουν από τη φωτιά. Από τους Σωντσάν δεν φαινόταν το παραμικρό ίχνος. Η Ηλαίην ευχήθηκε να υπήρχαν πτώματα, έτσι που να ήταν σίγουρη πως ήταν όλοι τους νεκροί, ειδικά οι σουλ’ντάμ. Κοιτώντας όμως κάτω, στο καμένο και καπνισμένο έδαφος, ένιωσε ξαφνικά χαρούμενη που δεν έβλεπε καμιά απόδειξη. Αυτός ο τρόπος θανάτου ήταν φοβερός. Το Φως να λυπηθεί τις ψυχές τους, σκέφτηκε. Όλες τις ψυχές.

«Λοιπόν», είπε δυνατά. «Δεν τα κατάφερα τόσο καλά όσο εσύ, Αβιέντα, αλλά υποθέτω πως, δεδομένων των συνθηκών, δεν τα πήγα κι άσχημα. Την επόμενη φορά θα προσπαθήσω να είμαι καλύτερη».

Η Αβιέντα τη λοξοκοίταξε. Στο μάγουλό της υπήρχε ένα βαθύ κόψιμο κι άλλο ένα κατά μήκος του μετώπου της, καθώς κι ένα μακρόστενο που απλωνόταν πάνω στο κρανίο της. «Για πρώτη προσπάθεια, τα πήγες πολύ καλύτερα από μένα. Την πρώτη φορά μού έδωσαν έναν απλό κόμπο δεμένο σε μια ροή Ανέμου. Χρειάστηκε να κάνω πενήντα προσπάθειες να τον ξετυλίξω, και μάλιστα δίχως να με παρεμποδίζει ο κρότος των κεραυνών κι ο εκκωφαντικός θόρυβος που έκανε τα αυτιά μου να κουδουνίζουν».

«Υποθέτω πως θα μπορούσα να ξεκινήσω με κάτι πιο απλό», είπε η Ηλαίην. «Έχω την τάση να προχωράω με άλματα». Με άλματα; Αυτό έκανε κι όταν έψαχνε να δει αν υπάρχει νερό! Κατέπνιξε ένα γελάκι, αλλά όχι πριν νιώσει μια μαχαιριά πόνου στα πλευρά της. Έτσι, αντί να χασκογελάσει, άφησε ένα βογκητό μέσα από τα δόντια της. Της φάνηκε πως κάποια από αυτά είχαν χαλαρώσει και κινούνταν. «Τουλάχιστον, ανακαλύψαμε ένα καινούργιο όπλο. Ίσως δεν θα έπρεπε να είμαι χαρούμενη γι’ αυτό, αλλά με τους Σωντσάν να καραδοκούν, μάλλον είμαι».

«Δεν καταλαβαίνεις, Ηλαίην». Η Αβιέντα έδειξε προς το κέντρο του λιβαδιού, εκεί όπου υπήρχε η πύλη. «Θα μπορούσε να μην είναι παρά μια φωτεινή αστραπή ή κάτι ακόμα πιο ασήμαντο. Δεν μπορείς να πεις με σιγουριά μέχρι να συμβεί. Αξίζει τον κόπο να ρισκάρεις να εξαντληθείς και να εξαντλήσεις κάθε γυναίκα σε απόσταση εκατό ποδών και παραπάνω από σένα μόνο και μόνο για μια φωτεινή αστραπή;»

Η Ηλαίην την κοίταξε έντονα. Το ήξερε και, παρ’ όλ’ αυτά, είχε παραμείνει; Το να ρισκάρεις τη ζωή σου ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από το να κινδυνέψεις να χάσεις την ικανότητα της διαβίβασης... «Επιθυμώ να υιοθετήσουμε η μία την άλλη ως πρωταδελφές, Αβιέντα. Μόλις βρούμε τις Σοφές». Δεν μπορούσε καν να φανταστεί τι θα έκαναν με τον Ραντ. Και μόνο η ιδέα πως θα έπρεπε να τον παντρευτούν αμφότερες —κι η Μιν, επίσης! — ήταν κάτι περισσότερο από γελοία. Για ένα πράγμα, όμως, ήταν σίγουρη. «Δεν χρειάζεται να μάθω περισσότερα για σένα. Θέλω να γίνω αδελφή σου». Φίλησε μαλακά το αιματοβαμμένο μάγουλο της Αβιέντα.

Είχε την εντύπωση πως, προηγουμένως, η Αβιέντα είχε αναψοκοκκινίσει για τα καλά. Ακόμα κι οι Αελίτες εραστές δεν φιλιούνται δημοσίως. Τα φλογερά ηλιοβασιλέματα ωχριούσαν μπροστά στο χρώμα που πήρε το πρόσωπο της Αβιέντα. «Κι εγώ σε θέλω για αδελφή μου», μουρμούρισε η άλλη γυναίκα. Ξεροκαταπίνοντας —και ρίχνοντας μια ματιά στην Μπιργκίτε, η οποία προσποιούνταν πως τις αγνοεί— έγειρε μπροστά κι ακούμπησε τα χείλη της στο μάγουλο της Ηλαίην, η οποία την αγάπησε γι’ αυτή της την κίνηση, όσο και για ό,τι είχε κάνει μέχρι στιγμής.

Η Μπιργκίτε κοιτούσε πίσω τους, πάνω από τον ώμο της, κι ίσως τελικά να μην προσποιούνταν και τόσο ότι δεν έδινε σημασία γιατί ξαφνικά είπε: «Κάποιος έρχεται. Ο Λαν με τη Νυνάβε, αν δεν κάνω λάθος».

Στράφηκαν με μια αδέξια κίνηση, κουτσαίνοντας, παραπαίοντας και βογκώντας. Ήταν κάπως αστείο. Οι ήρωες στις ιστορίες ποτέ δεν πληγώνονται τόσο που να μην μπορούν να πάρουν τα πόδια τους. Μακριά, στον Βορρά, δύο καβαλάρηδες εμφανίστηκαν φευγαλέα ανάμεσα στα δέντρα. Παρά τη φευγαλέα τους εμφάνιση, πρόλαβαν να διακρίνουν έναν ψηλό άντρα πάνω σε ένα ψηλό άλογο που κάλπαζε άγρια, καθώς και μια γυναίκα πάνω σε ένα μικρότερο ζώο που έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο πλάι του. Με κάποια επιφύλαξη, οι τρεις γυναίκες κάθισαν κατάχαμα να τους περιμένουν. Να και κάτι άλλο που δεν κάνουν ποτέ οι ήρωες στις ιστορίες, σκέφτηκε αναστενάζοντας η Ηλαίην. Ήλπιζε πως θα κατάφερνε να γίνει βασίλισσα για να κάνει περήφανη τη μητέρα της, αλλά ήταν προφανές πως ηρωίδα δεν θα γινόταν ποτέ.