«Η αγροικία!» φώναξε η Έλια και ξαφνικά κάτι χτύπησε με δύναμη τον Σεγκάνι, δυνατότερα από τη χειρότερη ριπή καταιγίδας που είχε αισθανθεί ποτέ η Σουλέιν, αναποδογυρίζοντάς τον.
Το ράκεν έπεφτε σαν πέτρα προς τα κάτω, ουρλιάζοντας με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή, στριφογυρνώντας τόσο γρήγορα που οι προστατευτικοί ιμάντες τεντώθηκαν πάνω στο κορμί της. Τράβηξε τα χέρια της από τους γοφούς της, άδραξε τα γκέμια κι έμεινε ακίνητη. Ο Σεγκάνι έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Το παραμικρό τράβηγμα στα ηνία θα μπορούσε να αποβεί τροχοπέδη. Έπεφταν στριφογυρίζοντας, σαν τροχός τυχερού παιχνιδιού. Οι μόρατ’ράκεν είχαν διδαχτεί να μην παρακολουθούν το έδαφος όταν έπεφτε ένα ράκεν, άσχετα για ποιο λόγο, αλλά η γυναίκα δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να υπολογίζει το ύψος τους κάθε φορά που τούμπαραν και το έδαφος γινόταν ορατό. Οκτακόσια βήματα. Εξακόσια. Τετρακόσια. Διακόσια. Το Φως να καταυγάσει την ψυχή της και το απέραντο έλεος του Δημιουργού ας την προστάτευε από...
Με ένα απότομο τίναγμα των δυνατών του φτερών, που πέταξε πλάγια τη γυναίκα, κάνοντας τα δόντια της να τρίξουν, ο Σεγκάνι εξισορρόπησε, ενώ οι άκρες από τις φτερούγες του έξυσαν τις δεντροκορυφές καθώς έπεφταν προς τα κάτω. Με την ψυχραιμία που γεννά η σκληρή διαπαιδαγώγηση, η γυναίκα ήλεγξε την κίνηση των φτερούγων για ενδεχόμενη καταπόνηση. Δεν βρήκε τίποτα, αλλά καλό θα ήταν να τον εξετάσει εξονυχιστικά κι ένας ντερ’μόρατ’ράκεν. Μια μικρή λεπτομέρεια που θα περνούσε απαρατήρητη από την ίδια δεν θα διέφευγε την προσοχή ενός δασκάλου.
«Φαίνεται πως, για άλλη μια φορά, ξεφύγαμε από την Κυρά των Ίσκιων, Έλια». Γύρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο της και τα λόγια της κόπηκαν στη μέση. Ένα κομμάτι του ιμάντα ασφαλείας ανέμιζε από το άδειο κάθισμα πίσω της. Κάθε ιπτάμενη γνώριζε πως η Κυρά καραδοκούσε στον πάτο μιας ατελείωτης πτώσης, μα ήταν άλλο να γνωρίζεις κι άλλο να βιώνεις.
Προφέροντας μια σύντομη προσευχή για τη νεκρή, επανήλθε αποφασιστικά στα καθήκοντά της, παροτρύνοντας τον Σεγκάνι να ανέβει ψηλότερα. Το ανέβασμα ήταν αργό και το ζώο ακολούθησε μια σπειροειδή κίνηση, σε περίπτωση που είχε καταπονηθεί σε κάποιο σημείο, αλλά σκαρφάλωνε όσο πιο γρήγορα θεωρούσε η γυναίκα ότι ήταν ασφαλές, ίσως και γρηγορότερα απ’ όσο θα έπρεπε. Ο καπνός που ανυψωνόταν πέρα από τον ροζιασμένο λόφο την έκανε να συνοφρυωθεί, αλλά με αυτό που είδε μόλις πέρασε την κορυφή, αισθάνθηκε το στόμα της να ξεραίνεται. Τα χέρια της ήταν ακινητοποιημένα πάνω στα γκέμια κι ο Σεγκάνι συνέχιζε να σκαρφαλώνει με τα δυνατά τινάγματα των φτερούγων του.
Η αγροικία είχε... χαθεί. Τα θεμέλια είχαν απαλειφθεί από τα λευκά κτήρια που έστεκαν επάνω τους, κι οι μεγάλες κατασκευές που είχαν χτιστεί στη λοφοπλαγιά είχαν συντριβεί σε σωρούς από μπάζα. Είχαν αφανιστεί. Τα πάντα ήταν καμένα και μαυρισμένα. Η φωτιά λυσσομανούσε στα χαμόκλαδα των πλαγιών, σχηματίζοντας βεντάλιες με εκατό πόδια μήκος στους ελαιώνες και στο δάσος που απλωνόταν στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ των λόφων. Πιο πέρα, και για εκατό και περισσότερα βήματα, κείτονταν τσακισμένα δέντρα, οι κορμοί των οποίων έγερναν από την αντίθετη μεριά της αγροικίας. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι ζωντανό εκεί κάτω. Τίποτε, ό,τι κι αν ήταν, δεν θα επιβίωνε από κάτι τέτοιο.
Γρήγορα, ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της κι έστρεψε τον Σεγκάνι προς τον Νότο. Διέκρινε από απόσταση τα το’ράκεν, μαζεμένα το καθένα με μια ντουζίνα Ουράνιες Πυγμές σε κοντινή απόσταση, καθώς και σουλ’ντάμ, οι οποίες έρχονταν καθυστερημένα. Άρχισε να συντάσσει την αναφορά μέσα στο μυαλό της. Σίγουρα δεν υπήρχε κανείς άλλος για να το κάνει. Όλοι έλεγαν πως αυτή η περιοχή ήταν γεμάτη με μαράθ’νταμέην που περίμεναν να συλληφθούν, αλλά με αυτό το καινούργιο όπλο οι γυναίκες που αυτοαποκαλούνταν Άες Σεντάι εξελίσσονταν σε αληθινό κίνδυνο. Κάτι έπρεπε να γίνει με αυτές, κάτι αποφασιστικό. Αν η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ βρισκόταν όντως καθ’ οδόν προς το Έμπου Νταρ, ίσως να αντιλαμβανόταν την αναγκαιότητα μιας τέτοιας ενέργειας.
7
Η Μάντρα με τα Γίδια
Ο ουρανός της Γκεάλνταν ήταν ασυννέφιαστος κι οι δασωμένοι λόφοι σφυροκοπούνταν από τον ανελέητο πρωινό ήλιο. Παρ’ όλο που το μεσημέρι αργούσε ακόμα, η γη ασφυκτιούσε. Τα πεύκα κι οι χαμοδάφνες είχαν κιτρινίσει από την ξηρασία, όπως επίσης κι άλλα δέντρα που ο Πέριν θαρρούσε πως ήταν αειθαλή. Δεν κουνιόταν φύλλο. Ο ιδρώτας έσταζε στο πρόσωπό του και στην κοντοκουρεμένη του γενειάδα. Τα σγουρά του μαλλιά είχαν γίνει τζίβα στο κεφάλι του. Νόμισε πως άκουσε ένα αστροπελέκι κάπου δυτικά, αλλά είχε σταματήσει εδώ και καιρό να πιστεύει πως θα έβρεχε ποτέ ξανά σε εκείνο το μέρος. Καλύτερα να σφυρηλατείς το σίδερο πάνω στο αμόνι παρά να ονειροπολείς πως κατεργάζεσαι ασήμι. Από την πλεονεκτική θέση που βρισκόταν, σε μια αραιοσπαρμένη με δέντρα ράχη, κοίταξε εξεταστικά την περιτειχισμένη πόλη Μπεθάλ μέσα από ένα ορειχάλκινο κιάλι. Από αυτήν την απόσταση, ακόμα και τα μάτια του χρειάζονταν ενίσχυση. Ήταν μια αρκετά μεγάλη πόλη, με κτήρια που είχαν οροφές από πλάκες σχιστόλιθου και με μισή ντουζίνα ψηλά πέτρινα οικοδομήματα που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι αρχοντικά ήσσονων αριστοκρατών ή σπίτια ευκατάστατων εμπόρων. Δεν διέκρινε το πορφυρό λάβαρο που κρεμόταν νωθρά στην κορυφή του ψηλότερου πύργου του μεγαλύτερου παλατιού, η μόνη ορατή σημαία, αλλά γνώριζε καλά σε ποιον ανήκε. Στην Αλιάντρε Μαρίθα Κιγκάριν, βασίλισσα της Γκεάλνταν, η οποία βρισκόταν μακριά από την πρωτεύουσα της στην Τζεχάνα.