«Η Νέβαριν κι εγώ θα πάμε μαζί της», είπε η Εντάρα, κι η Νέβαριν πρόσθεσε: «Θα βεβαιωθούμε πως δεν λέει κάτι που δεν θα έπρεπε». Η Σέονιντ έτριξε τα δόντια της δυνατά —έτσι τουλάχιστον ακούστηκαν στα αυτιά του Πέριν— κι ασχολήθηκε με το να ισιώσει τη διχαλωτή της φούστα, έχοντας το βλέμμα προσεκτικά χαμηλωμένο. Η Ανούρα έκανε έναν ήχο που έμοιαζε με βρυχηθμό κι αποτράβηξε τη ματιά της από το θέαμα. Απέφευγε τις Σοφές και δεν της άρεσε να βλέπει τις υπόλοιπες αδελφές μαζί τους.
Ο Πέριν ήθελε να γογγύσει. Το να στείλει την Πράσινη θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση, ωστόσο οι Σοφές εμπιστεύονταν τις Άες Σεντάι ακόμα λιγότερο απ’ ό,τι ο ίδιος κι είχαν από κοντά τη Σέονιντ και τη Μασούρι. Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούσαν ιστορίες στα χωριά σχετικά με την εμφάνιση Αελιτών. Κανείς από τους κατοίκους των περιοχών αυτών δεν είχε δει ποτέ Αελίτη, αλλά οι φήμες ότι οι Αελίτες ακολουθούσαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα πλανιόνταν στον αέρα, οι μισοί κάτοικοι της Γκεάλνταν ήταν σίγουροι πως υπήρχαν Αελίτες σε απόσταση μιας δυο ημερών κι η κάθε ιστορία που ακουγόταν ήταν πιο παράξενη και πιο τρομακτική από την προηγούμενη. Η Αλιάντρε μπορεί να τρόμαζε και να μην τον άφηνε να την πλησιάσει άπαξ κι έβλεπε δύο Αελίτισσες να έχουν μια Άες Σεντάι σήκω κάτσε, κάτι που ίσχυε και για τη Σέονιντ, ασχέτως αν έτριζε τα δόντια της από οργή! Όπως και να είχε, δεν σκόπευε να ρισκάρει να παρουσιάσει τη Φάιλε χωρίς να είναι βέβαιος για την υποδοχή εκ μέρους της βασίλισσας με κάτι περισσότερο από ένα γράμμα γεμάτο αοριστίες που είχε λάβει πριν από μήνες. Ένιωσε να κάθεται στα καρφιά, και μάλιστα τα αισθάνθηκε να χώνονται βαθύτερα στη σάρκα του, όμως δεν είχε άλλη επιλογή.
«Μια μικρή ομάδα θα είναι ευκολότερο να περάσει αυτές τις πύλες από μια μεγαλύτερη», είπε τελικά, τακτοποιώντας το κιάλι στο σακίδιό του. Επιπλέον, δεν θα έδινε έναυσμα στις κακές γλώσσες. «Αυτό σημαίνει πως πρέπει να το αναλάβετε εσύ κι η Ανούρα, Μπερελαίν. Ίσως κι ο Άρχοντας Γκαλίν. Το πιθανότερο είναι πως θα τον περάσουν για Πρόμαχο της Ανούρα».
Η Μπερελαίν κάγχασε ευχαριστημένη κι έγειρε να πιάσει το μπράτσο του και με τα δυο της χέρια. Φυσικά, δεν περιορίστηκε μόνο εκεί. Τα δάχτυλά της τον έσφιξαν θωπευτικά και του χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο γεμάτο υποσχέσεις, ύστερα ισιώθηκε πριν αυτός προλάβει να κινηθεί και το πρόσωπό της έγινε ξαφνικά αθώο σαν του μωρού. Εντελώς ανέκφραστη, η Φάιλε ασχολήθηκε με το να εφαρμόσει στα χέρια της τα γκρίζα γάντια ιππασίας. Η οσμή της μαρτυρούσε πως δεν είχε προσέξει το χαμόγελο της Μπερελαίν. Έκρυβε πολύ καλά την απογοήτευσή της.
«Λυπάμαι, Φάιλε», είπε ο Πέριν, «όμως...»
Η έκρηξη της οργής της αποτυπώθηκε στην οσμή της σαν αγκάθια που ξεπετάγονταν ξαφνικά. «Είμαι σίγουρη πως έχετε πολλά θέματα να συζητήσετε με την Πρώτη πριν αναχωρήσει, σύζυγε», είπε ήρεμα. Τα λοξά της μάτια ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης, η οσμή της κολλούσε σαν γλύφανο. «Καλύτερα να το κανονίσεις τώρα μαζί της». Τραβώντας τα χαλινάρια από τη Σουώλοου, η Φάιλε κατευθύνθηκε προς τη Σέονιντ, η οποία έβραζε από θυμό, και προς το μέρος των Σοφών με τα σφιχτά πρόσωπα, αλλά ούτε ξεπέζεψε ούτε τους μίλησε. Αντί γι’ αυτό, κοίταξε με βλοσυρό βλέμμα την πόλη σαν γερακίνα που ατενίζει τη γύρω περιοχή από τη φωλιά της.
Ο Πέριν συνειδητοποίησε πως ψηλάφιζε τη μύτη του κι αποτράβηξε το χέρι του. Δεν υπήρχε αίμα επάνω του βέβαια, αλλά δεν έπαψε να την αισθάνεται κάπως περίεργα.
Η Μπερελαίν δεν χρειαζόταν οδηγίες της τελευταίας στιγμής· η Πρώτη του Μαγιέν κι η Γκρίζα σύμβουλός της ανυπομονούσαν να τελειώνουν, σίγουρες για το τι έπρεπε να πουν και να κάνουν. Ο Πέριν, ωστόσο, συνιστούσε προσοχή κι επέμενε πως η Μπερελαίν και μόνο η Μπερελαίν έπρεπε να μιλήσει με την Αλιάντρε. Η Ανούρα τού χάρισε ένα από εκείνα τα ψυχρά βλέμματα των Άες Σεντάι κι ένευσε. Το νεύμα μπορεί να σήμαινε ότι συμφωνούσε, μπορεί και όχι. Αμφέβαλλε αν θα μπορούσε να της αποσπάσει κάτι παραπάνω, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε λοστάρι. Τα χείλη της Μπερελαίν σούφρωσαν σαν να διασκέδαζε, παρ’ όλο που συμφωνούσε με τα λεγόμενα του. Έτσι, τουλάχιστον, ισχυριζόταν. Ο Πέριν υποπτευόταν πως η γυναίκα θα έλεγε οτιδήποτε προκειμένου να γίνει το δικό της, κι όλα αυτά τα άτοπα χαμόγελα τον προβλημάτιζαν. Ο Γκαλίν είχε βάλει στην άκρη το κιάλι του, αλλά έπαιζε ακόμα με τα γκέμια του αλόγου του, αναλογιζόμενος αναμφίβολα με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βγάλει τις δύο γυναίκες από την Μπεθάλ. Του Πέριν του ερχόταν να γρυλίσει.