Выбрать главу

Τους παρακολουθούσε γεμάτος ανησυχία να κατηφορίζουν τον δρόμο. Το μήνυμα που κουβαλούσε η Μπερελαίν ήταν απλό. Ο Ραντ κατανοούσε την επιφυλακτικότητα της Αλιάντρε, αλλά αν η γυναίκα επιθυμούσε την προστασία του, θα έπρεπε να εκδηλώσει ανοιχτά την υποστήριξή της απέναντι του. Κι η προστασία θα ερχόταν με τη μορφή των στρατιωτών και των Άσα’μαν και θα γινόταν προφανής για τον οποιονδήποτε, ακόμα και για τον ίδιον τον Ραντ εν ανάγκη, από τη στιγμή που η βασίλισσα θα συμφωνούσε να κάνει την ανακοίνωση. Η Μπερελαίν δεν είχε λόγο να αλλάξει το μήνυμα ούτε στο ελάχιστο, παρά τα χαμόγελά της —ο Πέριν πίστευε πως δεν ήταν παρά ένας άλλος τρόπος για να φλερτάρει— αλλά η Ανούρα... Οι Άες Σεντάι έπρατταν κατά το δοκούν και, τις πιο πολλές φορές, το Φως μονάχα ήξερε τον λόγο. Μακάρι να γνώριζε κάποιον τρόπο για να φτάσει μέχρι την Αλιάντρε χωρίς να χρησιμοποιήσει μια αδελφή και χωρίς να κινήσει υποψίες ή να ρισκάρει τη Φάιλε.

Οι τρεις καβαλάρηδες έφτασαν στην πύλη με την Ανούρα επικεφαλής, κι οι φρουροί ανασήκωσαν γρήγορα τα ακόντια και χαμήλωσαν τα τόξα και τις βαλλίστρες με το που η γυναίκα ανέφερε πως είναι Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολλοί αυτοί που είχαν τα κότσια να πάνε κόντρα σε έναν τέτοιο ισχυρισμό. Ύστερα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, η γυναίκα οδήγησε τη μικρή ομάδα στο εσωτερικό της πόλης. Η αλήθεια ήταν πως οι στρατιώτες έδειχναν ανυπόμονοι να περάσουν, για να πάψουν κι οι ίδιοι να φαίνονται από κάποιον που ενδεχομένως θα τους παρατηρούσε από τους λόφους. Μερικοί από δαύτους ατένισαν ψηλά κι ο Πέριν δεν χρειάστηκε να τους οσμιστεί ώστε να αισθανθεί την ταραχή τους για το ποιος μπορεί να κρυβόταν εκεί πάνω που, αν και απίθανο, μπορεί να είχε αναγνωρίσει μια αδελφή.

Στρεφόμενος βόρεια, προς τον καταυλισμό τους, ο Πέριν τους οδήγησε κατά μήκος της ράχης, μέχρι που έπαψαν πια να είναι ορατοί από τους πύργους της Μπεθάλ, και κατόπιν έστριψε προς τον δύσβατο δρόμο. Σκόρπια αγροκτήματα απλώνονταν κατά μήκος του, σπίτια με αχυροσκεπές και μεγάλες, στενές αποθήκες, μαραζωμένα βοσκοτόπια, αγροί γεμάτοι καλαμιές και πέτρινες μάντρες με ψηλά τοιχώματα. Τα κατοικίδια, ωστόσο, ήταν πολύ λίγα κι οι άνθρωποι ακόμα λιγότεροι. Κι αυτοί οι λίγοι παρακολουθούσαν τους καβαλάρηδες με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα, σαν τη χήνα που παρακολουθεί την αλεπού, παύοντας στη στιγμή να ασχολούνται με τις αγγαρείες τους μέχρι να περάσουν τα άλογα. Ο Άραμ, αντίστοιχα, τους παρατηρούσε προσεκτικά, ψηλαφώντας πού και πού τη λαβή του σπαθιού που υψωνόταν πάνω από τους ώμους του, ευχόμενος ίσως να έβρισκε κάτι περισσότερο από απλούς αγρότες. Παρά το πανωφόρι του με τις πράσινες λωρίδες, δεν έδειχνε πια και τόσο για Μάστορας.

Η Εντάρα κι η Νέβαριν προχωρούσαν πλάι στον Γοργοπόδη λες κι είχαν βγει για βόλτα, συμβαδίζοντας ωστόσο παρά τις ογκώδεις φούστες τους. Η Σέονιντ ακολουθούσε από κοντά με το ευνουχισμένο της ζώο, ενώ ο Φούρεν με τον Τέρυλ βρίσκονταν ακριβώς πίσω της. Η Πράσινη αδελφή με τα ωχρά μάγουλα προφασιζόταν πως απλά ήθελε να βαδίζει σε μια σταθερή απόσταση δύο βημάτων πίσω από τις Σοφές, αλλά οι άντρες μόρφαζαν με δυσαρέσκεια. Οι Πρόμαχοι συχνά ενδιαφέρονταν περισσότερο για την αξιοπρέπεια μιας Άες Σεντάι απ’ ό,τι η ίδια η αδελφή, κι οι Άες Σεντάι δεν άντεχαν άλλο τις βασίλισσες.

Η Φάιλε κρατούσε τη Σουώλοου από την αντίθετη μεριά των Άες Σεντάι ιππεύοντας σιωπηλά, μελετώντας προφανώς το τοπίο, που από την ξηρασία έμοιαζε να έχει γεμίσει ουλές. Λυγερή και γεμάτη χάρη, έκανε τον Πέριν να αισθάνεται μερικές φορές αμήχανα απέναντι της. Ήταν πανέξυπνη κι αυτό το χάρισμά της άρεσε συνήθως στον Πέριν, αλλά... Μια ελαφριά ανάσα αέρα αναδεύτηκε, αρκετή για να ανακατέψει το άρωμά της με τα υπόλοιπα. Ο Πέριν ήξερε πως, κανονικά, έπρεπε να σκέφτεται την Αλιάντρε και την πιθανή της απάντηση ή, ακόμα καλύτερα, τον Προφήτη και πως θα τον ανακάλυπτε από τη στιγμή που θα απαντούσε η Αλιάντρε, αλλά το κεφάλι του είχε γεμίσει με άλλες σκέψεις.

Περίμενε από τη Φάιλε να θυμώσει όταν ο ίδιος επέλεξε την Μπερελαίν, αφού υποτίθεται ότι ο Ραντ την είχε στείλει γι’ αυτόν τον σκοπό. Η Φάιλε ήξερε πως δεν ήθελε να τη βάλει σε κίνδυνο, δεν ήθελε καν να το ρισκάρει, κι αυτό το σιχαινόταν περισσότερο κι από την ίδια την Μπερελαίν. Παρ’ όλ’ αυτά, η οσμή της ήταν απαλή σαν καλοκαιριάτικο πρωινό — μέχρι που ο Πέριν προσπάθησε να απολογηθεί! Οι απολογίες συνήθως τροφοδοτούσαν τον θυμό της, σε περίπτωση που ήταν ήδη θυμωμένη —εκτός από τις περιπτώσεις που μαλάκωναν τα νεύρα της— τώρα όμως δεν είχε θυμώσει! Δίχως την παρουσία της Μπερελαίν, όλα ήταν μέλι γάλα μεταξύ τους. Τις πιο πολλές φορές, τουλάχιστον. Αλλά οι εξηγήσεις ότι δεν έκανε τίποτα που να ενθαρρύνει τη γυναίκα —το αντίθετο, μάλιστα!— το μόνο που πετύχαιναν ήταν να του απαντήσει με ένα κοφτό «Φυσικά και δεν έκανες!», και μάλιστα σε τόνο που υποδήλωνε πως ήταν ηλίθιος εφόσον ανακινούσε αυτό το θέμα. Πάντως, εξακολουθούσε να θυμώνει —μαζί του!— κάθε φορά που η Μπερελαίν τού χαμογελούσε ή έβρισκε αφορμή να τον αγγίξει, ασχέτως αν αυτός την απομάκρυνε με τραχύ τρόπο, και, μα το Φως, αυτό έκανε. Εκτός κι αν την έδενε, δεν είχε ιδέα τι άλλο θα μπορούσε να κάνει για να την αποθαρρύνει. Οι φιλότιμες προσπάθειες να ανακαλύψει μέσω της Φάιλε τι δεν έκανε καλά είχαν ως αποτέλεσμα να του απαντήσει ανάλαφρα κάτι σαν «Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως όντως έκανες κάτι;» ή κάτι λιγότερο ανάλαφρο, όπως «Τι νομίζεις πως έκανες;» ή ακόμα κι ένα ξερό «Δεν θέλω να το συζητώ». Όντως, κάτι δεν έκανε καλά, αλλά αδυνατούσε να ανακαλύψει τι ήταν! Κι όμως, έπρεπε. Τίποτα δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο η Φάιλε. Τίποτα!