Выбрать главу

Η Βέριν μπήκε ξανά μέσα στη σκηνή, νιώθοντας ναυτία. Η Ιργκαίην ανήκε στο Πράσινο Άτζα. Για την ακρίβεια, ανήκε κάποτε, προτού τη σιγανέψει ο Ραντ αλ’Θόρ. Η θωράκιση άμβλυνε κι αποδυνάμωνε τον δεσμό με τον Πρόμαχό σου, αλλά το σιγάνεμα τον ξέκοβε απότομα όπως ο θάνατος. Ο ένας από τους δύο Προμάχους της Ιργκαίην προφανώς είχε πέσει νεκρός από το σοκ, ενώ ο άλλος είχε πεθάνει προσπαθώντας να σκοτώσει χιλιάδες Αελίτες, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να το σκάσει. Πιθανότατα, κι η ίδια θα προτιμούσε να ήταν νεκρή. Σιγανεμένη. Η Βέριν πίεσε με τα δυο της χέρια τη μέση της. Όχι, δεν θα έκανε εμετό. Είχε δει και χειρότερα από μια σιγανεμένη γυναίκα. Πολύ χειρότερα.

«Δεν υπάρχει ελπίδα, έτσι;» μουρμούρισε η Τουράνα με βαριά φωνή. Κλαψούρισε σιωπηλά, κοιτώντας την ασημένια κούπα που κρατούσε στα τρεμάμενα χέρια της, σαν να κοιτούσε κάτι μακρινό και τρομερό. «Καμιά ελπίδα».

«Πάντα υπάρχει λύση, αρκεί να ψάξεις να τη βρεις», απάντησε η Βέριν αφηρημένη, χτυπώντας μαλακά τη γυναίκα στον ώμο. «Δεν πρέπει να πάψεις να ψάχνεις».

Οι σκέψεις της ξεχύνονταν ορμητικές, αλλά καμιά τους δεν έμοιαζε να αγγίζει την Τουράνα. Το Φως μόνο ήξερε πως το σιγάνεμα της Ιργκάιην την έκανε να νιώθει άρρωστη. Αλλά για ποιον λόγο άλεθε η γυναίκα; Και, μάλιστα, ντυμένη σαν Αελίτισσα! Μήπως την είχαν βάλει επίτηδες εκεί, για να την προσέξει η Βέριν; Ανόητη ερώτηση. Ακόμα και με έναν τα’βίρεν ισχυρό όσο ο Ραντ αλ’Θόρ μερικά μίλια μόνο μακριά, η σύμπτωση παραπήγαινε. Μήπως είχε πέσει έξω στους υπολογισμούς της; Στη χειρότερη περίπτωση, το λάθος δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, αν και μερικές φορές τα μικρά λάθη αποδεικνύονται εξίσου μοιραία με τα μεγάλα. Πόσο θα μπορούσε να αντέξει ακόμα, αν η Σορίλεα αποφάσιζε να την εξολοθρεύσει; Ελάχιστα, υπέθεσε. Από μερικές απόψεις, η Σορίλεα ήταν εξίσου σκληρή με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα που είχε συναντήσει και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Άλλη μια μέρα γεμάτη σκοτούρες. Δεν είχε νόημα να το πολυψάχνει το πράγμα.

Γονατίζοντας, κατέβαλε μια μικρή προσπάθεια να παρηγορήσει την Τουράνα. Τα κατευναστικά της λόγια ηχούσαν κούφια τόσο στην ίδια όσο και στην Τουράνα, κρίνοντας από τη μελαγχολική της ματιά. Τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει τη διάθεσή της παρά μονάχα η ίδια, κι αυτό έπρεπε να προέλθει από μέσα της. Η Λευκή αδελφή απλώς έκλαιγε περισσότερο, δίχως τον παραμικρό ήχο, καθώς οι ώμοι της κινούνταν και τα δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της. Η είσοδος δύο Σοφών κι ενός ζευγαριού νεαρών Αελιτών, οι οποίοι ήταν αδύνατον να σταθούν όρθιοι στο εσωτερικό της σκηνής, υπήρξε κάπως ανακουφιστική. Για τη Βέριν, τουλάχιστον. Ανασηκώθηκε κι υποκλίθηκε ελαφρά, αλλά κανείς δεν της έδωσε ιδιαίτερη σημασία.

Η Νταβιένα ήταν πυρόξανθη και πρασινομάτα, ενώ η Λοζαίν ήταν γκριζομάτα με σκούρα μαλλιά, που κάτω από τον ήλιο αποκάλυπταν κόκκινες ανταύγειες. Κι οι δυο τους ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερες από την ίδια κι είχαν την έκφραση των γυναικών που έπρεπε να φέρουν εις πέρας ένα δυσάρεστο έργο, το οποίο θα προτιμούσαν να αναλάμβανε κάποιος άλλος. Καμιά τους δεν μπορούσε να διαβιβάσει με αρκετή ισχύ, ώστε να μπορέσει να κρατήσει την Τουράνα από μόνη της, αλλά συνδέονταν λες και σχημάτιζαν κύκλους όλη τους τη ζωή, με το φως του σαϊντάρ γύρω από τη μία να συμπλέκεται φαινομενικά με το φως που περικύκλωνε την άλλη, παρά το γεγονός πως υπήρχε κάποια απόσταση μεταξύ τους. Η Βέριν χαμογέλασε βεβιασμένα, για να μη φανεί συνοφρυωμένη. Πού στην ευχή τα είχαν μάθει όλα αυτά; Θα στοιχημάτιζε ό,τι είχε και δεν είχε πως, λίγες μόλις μέρες πριν, δεν ήξεραν τίποτα.

Όλα έγιναν γρήγορα κι ομαλά. Καθώς οι σκυμμένοι άντρες ανασήκωναν την Τουράνα από τα μπράτσα, εκείνη άφησε την ασημένια κούπα να πέσει. Ευτυχώς γι’ αυτήν, ήταν άδεια. Δεν αντιστάθηκε καθόλου, γεγονός θετικό, δεδομένου ότι καθένας από δαύτους μπορούσε να τη σηκώσει με το ένα του χέρι, σαν σακί με σιτάρι. Το στόμα της, ωστόσο, ήταν ανοικτό κι από μέσα του ξεχυνόταν κάτι σαν βουβό μοιρολόι. Οι Αελίτες ούτε που έδωσαν σημασία. Η Νταβιένα, επικεντρωμένη στον κύκλο, ενεργοποίησε τη θωράκιση κι η Βέριν άφησε εντελώς την Πηγή. Καμιά τους δεν την εμπιστευόταν αρκετά, ώστε να την αφήσει να έχει στην κατοχή της το σαϊντάρ δίχως κάποιον σοβαρό λόγο, άσχετα από τους όρκους που είχε δώσει. Ούτε παρατήρησαν τίποτα, κάτι που θα είχε συμβεί αν η γυναίκα επέμενε. Οι άντρες τράβηξαν μακριά την Τουράνα, τα γυμνά πόδια της οποίας σέρνονταν πάνω στα χαλιά που αποτελούσαν το πάτωμα της σκηνής, κι οι Σοφές τους ακολούθησαν. Αυτό ήταν. Είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν με την Τουράνα.