«Άρχοντα Πέριν;»
Η εξημμένη φωνή του Άραμ έκοψε σαν μαχαίρι τις βαθιές του σκέψεις. «Μη με αποκαλείς έτσι», μουρμούρισε ακολουθώντας με το βλέμμα του την κατεύθυνση του δακτύλου του άντρα που έδειχνε προς μία ακόμα εγκαταλειμμένη αγροικία σε κάποια απόσταση, όπου η φωτιά είχε αφαιρέσει την οροφή ενός σπιτιού και μίας αποθήκης. Μόνο οι τραχείς πέτρινοι τοίχοι έμεναν όρθιοι. Μια αγροικία εγκαταλειμμένη αλλά όχι παρατημένη. Θυμωμένες φωνές ακούγονταν από την κατεύθυνση εκείνη.
Μια ντουζίνα, ή και περισσότεροι, από ακατάστατα ντυμένους τύπους που κουβαλούσαν ακόντια και δικράνια προσπαθούσαν να περάσουν πάνω από τον πέτρινο τοίχο μιας μάντρας που τους έφθανε μέχρι το στήθος, ενώ μια χούφτα άντρες από την άλλη μεριά πάσχιζαν να τους αποκρούσουν. Κάμποσα άλογα είχαν αφηνιάσει στο εσωτερικό της μάντρας, φοβισμένα από τη φασαρία, και προσπαθούσαν να το σκάσουν, ενώ υπήρχαν και τρεις έφιππες γυναίκες. Πάντως, δεν έδιναν την εντύπωση ότι απλώς περίμεναν πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση. Μια από τις γυναίκες πετούσε πέτρες και μια άλλη, όπως παρατήρησε ο Πέριν, πλησίασε τον τοίχο κι άρχισε να χτυπάει μανιασμένα με ένα μακρύ ρόπαλο, ενώ η τρίτη ανάγκασε το άλογό της να σηκωθεί στα πίσω πόδια κι ένας ψηλός άντρας έπεσε από τον τοίχο για να αποφύγει τις τρομερές οπλές. Όμως οι επιτιθέμενοι ήταν πολλοί κι ο τοίχος αρκετά μεγάλος για να τον υπερασπιστούν.
«Σε συμβουλεύω να ξεμακρύνεις», είπε η Σέονιντ. Η Εντάρα με τη Νέβαριν την κοίταξαν βλοσυρά, αλλά εκείνη προχώρησε με σταθερό ρυθμό, ενώ η βιασύνη υπερτερούσε ακόμα και του τελεσίδικου τόνου στη φωνή της. «Τούτοι εδώ είναι σίγουρα άντρες του Προφήτη και δεν είναι διόλου καλή ιδέα να τους σκοτώσουμε. Αν δεν κατορθώσεις να τα βγάλεις πέρα μαζί του, θα πεθάνουν δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι. Αξίζει το ρίσκο για να σώσεις μια χούφτα;»
Ο Πέριν δεν σκόπευε να σκοτώσει κανέναν αν δεν ήταν απαραίτητο, αλλά ούτε και να κάνει τα στραβά μάτια. Ωστόσο, δεν έχασε τον καιρό του με εξηγήσεις. «Μπορείς να τους φοβίσεις;» ρώτησε την Εντάρα. «Απλώς να τους φοβίσεις;» Θυμόταν πολύ καλά όσα είχαν κάνει οι Σοφές στα Πηγάδια του Ντουμάι. Κι οι Άσα’μαν. Εξίσου καλά θυμόταν πως ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ δεν βρίσκονταν εκεί.
«Ίσως», αποκρίθηκε η Εντάρα κοιτώντας εξεταστικά το πλήθος που είχε μαζευτεί γύρω από τη μάντρα. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι της κι ανασήκωσε ελάχιστα τους ώμους της. «Ίσως». Αυτό αρκούσε.
«Άραμ, Φούρεν, Τέρυλ», διέταξε κοφτά ο Πέριν, «μαζί μου!» Σπιρούνισε το άλογό του και, καθώς ο Γοργοπόδης πετάχτηκε μπροστά, είδε ανακουφισμένος τους Πρόμαχους να τον ακολουθούν από κοντά. Τέσσερις άντρες που επιτίθενται ήταν σίγουρα καλύτεροι από δύο. Κράτησε τα χέρια του στα γκέμια, αποφεύγοντας να ακουμπήσει το τσεκούρι του.
Δεν φάνηκε και πολύ ευχαριστημένος όταν η Φάιλε έφερε τη Σουώλοου παράπλευρά του. Ανοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά εκείνη τον κοίταξε με το ένα φρύδι ανασηκωμένο. Τα μαύρα της μαλλιά ήταν όμορφα έτσι όπως ανέμιζαν καθώς κάλπαζαν. Ήταν κι η ίδια όμορφη. Ένα απλό ανασήκωμα φρυδιού. Τίποτα άλλο. Ο Πέριν είχε ετοιμαστεί να πει κάτι, αλλά άλλαξε τα λόγια. «Πρόσεχε τα νώτα μου», της είπε. Η Φάιλε, χαμογελώντας, έβγαλε από κάπου ένα στιλέτο. Με ύλες αυτές τις λάμες που έκρυβε επάνω της, ο Πέριν αναρωτιόταν μερικές φορές πώς δεν είχε τρυπηθεί όταν την αγκάλιαζε.
Μόλις η ματιά της καρφώθηκε και πάλι μπροστά, ένευσε βιαστικά προς το μέρος του Άραμ, προσπαθώντας να κρύψει τη χειρονομία για να μην τον δει η Φάιλε. Ο Άραμ συγκατένευσε, γέρνοντας μπροστά και με το ξίφος τραβηγμένο, έτοιμος να σουβλίσει τον πρώτο άντρα του Προφήτη που θα στρεφόταν εναντίον του. Ο Πέριν ήλπισε πως ο άντρας κατάλαβε πως καθήκον του ήταν να φρουρεί τα νώτα της Φάιλε, και την ίδια φυσικά, αν όντως υπήρχε συμπλοκή με αυτούς τους τύπους.