Выбрать главу

Κανείς από τα καθάρματα δεν τους είχε προσέξει ακόμα. Ο Πέριν φώναξε κάτι, αλλά μάλλον δεν τον άκουσαν εξαιτίας των δικών τους κραυγών. Ένας άντρας με πανωφόρι μεγαλύτερο από το μπόι του κατάφερε να σκαρφαλώσει στην κορυφή του τοίχου, ενώ άλλοι δύο έμοιαζαν έτοιμοι να πηδήξουν. Αν οι Σοφές σκόπευαν να κάνουν κάτι, θα έπρεπε να...

Ένα μπουμπουνητό πάνω από τα κεφάλια τους σχεδόν κούφανε τον Πέριν, ένας εκκωφαντικός κρότος που έκανε τον Γοργοπόδη να παραπατήσει πριν ξαναβρεί τον βηματισμό του. Οι επιτιθέμενοι σίγουρα το πρόσεξαν επίσης, τρίκλισαν κι άρχισαν να κοιτούν μανιασμένα τριγύρω, ενώ μερικοί κάλυψαν με τα χέρια τους τα αυτιά τους. Ο άντρας πάνω στον τοίχο έχασε την ισορροπία του κι έπεσε. Ωστόσο, σηκώθηκε αμέσως κάνοντας θυμωμένες χειρονομίες προς το μέρος του περιβόλου, και κάποιοι από τους συντρόφους του πήδηξαν κι αυτοί. Μερικοί είδαν τον Πέριν κι έδειξαν προς το μέρος του, με τα χείλη τους να ανοιγοκλείνουν, αλλά κανείς τους δεν το έβαλε στα πόδια. Κάποιοι από δαύτους ζύγιασαν τα όπλα τους.

Ξαφνικά, ένας οριζόντιος τροχός από φωτιά φάνηκε πάνω από τη μάντρα με τα γίδια, πλατύς όσο το ύψος ενός άντρα, εκσφενδονίζοντας ανάκατα τσαμπιά από φλόγες καθώς στριφογύριζε γύρω από τον εαυτό του, παράγοντας έναν γόο που αυξομειωνόταν από πένθιμο γόγγυσμα σε οξύ ολοφυρμό και τανάπαλι.

Οι προχειροντυμένοι άντρες διαλύθηκαν προς πάσα κατεύθυνση, σαν ορτύκια που σκορπίζουν παντού. Για ένα λεπτό, ο άντρας με το τεράστιο πανωφόρι τίναξε τα χέρια του και τους φώναξε κάτι, αλλά τελικά, αφού έριξε ένα τελευταίο βλέμμα προς τον πύρινο τροχό, το έβαλε κι αυτός στα πόδια.

Ο Πέριν κόντεψε να σκάσει στα γέλια. Δεν χρειάστηκε να σκοτώσει κανέναν. Και δεν ήταν ανάγκη να ανησυχεί μήπως η Φάιλε βρισκόταν με κάποιο δικράνι χωμένο στα πλευρά της.

Προφανώς, οι άνθρωποι μέσα στη μάντρα ήταν εξίσου φοβισμένοι με αυτούς απ’ έξω, ένας από αυτούς τουλάχιστον. Η γυναίκα με το άλογο που ορθώθηκε στα δυο του πόδια για να τρομοκρατήσει τους επιτιθέμενους, άνοιξε απότομα την πόρτα και σπιρούνισε το ζώο της σε έναν αδέξιο καλπασμό. Άρχισε να ανηφορίζει τον δρόμο, μακριά από τον Πέριν και τους υπόλοιπους.

«Περιμένετε!» φώναξε ο Πέριν. «Δεν θα σας κάνουμε κακό!» Ασχέτως αν τον άκουσε ή όχι, η γυναίκα εξακολούθησε να τραβάει με μανία τα ηνία. Ένας μπόγος δεμένος πίσω από τη σέλα της αναπηδούσε άγρια. Μπορεί οι άντρες αυτοί να έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά αν η γυναίκα το έσκαγε μόνη της, δύο ή τρεις από δαύτους ήταν ικανοί να την τραυματίσουν. Πέφτοντας μπρούμυτα πάνω στον λαιμό του Γοργοπόδη, ο Πέριν σπιρούνισε τα πλευρά του και το γκριζοκάστανο άτι τινάχτηκε μπροστά σαν βέλος.

Ήταν ογκώδης άντρας, ωστόσο ο Γοργοπόδης δεν είχε κερδίσει το όνομά του μόνο εξαιτίας της ταχύτητάς του. Επιπλέον, κρίνοντας από το βαρύ κι αδέξιο τρέξιμό του, το άλογο της γυναίκας δεν έκανε ούτε για να του περάσεις σαμάρι. Με κάθε δρασκελιά, ο Γοργοπόδης κάλυπτε την απόσταση, όλο και κοντύτερα, μέχρι που ο Πέριν μπορούσε να απλώσει το χέρι του και να πιάσει το χαλινάρι του άλλου αλόγου. Από κοντά, το καστανοκόκκινο ζώο με τη μύτη που έμοιαζε με σφυρί έτρεχε λίγο πιο γρήγορα από κουρούνα. Είχε αφρίσει κι έμοιαζε εξαντλημένο, αν κι η απόσταση που είχε διανύσει δεν δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Αργά, ο Πέριν τράβηξε τα δυο ζώα μέχρι που επιβράδυναν και σταμάτησαν εντελώς.

«Συγχώρεσέ με αν σε τρόμαξα, Κυρά», είπε. «Δεν σκοπεύω να σου κάνω κακό, αλήθεια σου λέω».

Για δεύτερη φορά την ίδια μέρα η συγγνώμη του δεν είχε την ανταπόκριση που περίμενε. Θυμωμένα γαλάζια μάτια τον αγριοκοίταξαν σε ένα πρόσωπο που περιστοιχιζόταν από μακριές, ξανθοκόκκινες μπούκλες, ένα πρόσωπο ηγεμονικό όσο κι οποιασδήποτε βασίλισσας, παρ’ όλο τον ιδρώτα και τη σκόνη που σχημάτιζαν στρώμα επάνω του. Το μάλλινο φόρεμά της ήταν απέριττο, λερωμένο από το ταξίδι και εξίσου σκονισμένο όσο και τα μάγουλά της, η όψη της όμως ήταν εξοργισμένη αλλά κι αρχοντική ταυτόχρονα. «Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου», άρχισε να λέει με ψυχρή φωνή, προσπαθώντας να ελευθερώσει το άλογό της, κάτι που έπαψε να κάνει μόλις μια άλλη γυναίκα, ασπρομάλλα και κοκαλιάρα, τους πλησίασε καλπάζοντας πάνω σε μια ψηλή, καφετιά φοράδα σε χειρότερη κατάσταση από το καστανοκόκκινο άλογο της πρώτης. Φαίνεται πως κάλπαζαν ξέφρενα για αρκετή ώρα. Τα ρούχα της πιο ηλικιωμένης γυναίκας ήταν εξίσου φθαρμένα και σκονισμένα με της νεότερης.