Τα χαρακτηριστικά της εναλλάσσονταν ανάμεσα στα χαρούμενα χαμόγελα που έστελνε στον Πέριν και στα μούτρα που κρατούσε απέναντι στην άλλη γυναίκα, το χαλινό της οποίας κρατούσε ο άντρας. «Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντά μου». Η φωνή της, λεπτή αλλά δυνατή, κόμπασε απότομα μόλις πρόσεξε τα μάτια του, αν και τα χρυσαφιά μάτια ενός άντρα δεν ήταν ικανά να την κάνουν να κοντοσταθεί πάνω από ένα λεπτό. Ανήκε στις γυναίκες που δεν σκοτίζονταν για πολλά. Κουβαλούσε ακόμα τη χοντρή ράβδο που χρησιμοποιούσε για όπλο. «Επενέβης πάνω στην ώρα. Τι νόμιζες ότι πας να κάνεις, Μάιντιν; Θα μπορούσες κάλλιστα να σκοτωθείς! Και να σκοτώσεις κι εμάς! Είναι πολύ ξεροκέφαλο κορίτσι, Άρχοντά μου, και πάντα κάνει του κεφαλιού της. Θυμήσου το, παιδί μου, μόνο ένας τρελός εγκαταλείπει τους φίλους του κι ανταλλάσσει ασήμι με γυαλιστερό μπρούντζο. Σε ευχαριστούμε πολύ, Άρχοντα μου, και θα σε ευχαριστήσει και η Μάιντιν μόλις έλθει στα συγκαλά της».
Η Μάιντιν, κάπου δέκα χρόνια μεγαλύτερη του Πέριν, μπορούσε να χαρακτηριστεί «κορίτσι» συγκριτικά μόνο με τη γηραιότερη γυναίκα αλλά, παρά τις βαριεστημένες γκριμάτσες που ταίριαζαν με την οσμή που ανέδιδε, απογοήτευση αναμεμειγμένη με μια ελαφριά απόχρωση οργής, η γυναίκα αποδέχτηκε το κήρυγμα και βάλθηκε να κάνει με μισή καρδιά ακόμα μία προσπάθεια να ελευθερώσει το άλογό της, αλλά τα παράτησε. Αφήνοντας τα χέρια της να αναπαυθούν πάνω στο προεξέχον τμήμα της σέλας, κοίταξε βλοσυρά τον Πέριν σαν να τον κατηγορούσε, και βλεφάρισε. Και πάλι τα κίτρινα μάτια. Παρά αυτήν την παραξενιά όμως, εξακολουθούσε να μην αποπνέει φόβο, αντίθετα με την ηλικιωμένη γυναίκα, αν κι ο Πέριν δεν πίστευε ότι οφείλονταν σε αυτόν.
Άλλος ένας από τους συντρόφους της Μάιντιν, ένας αξύριστος άντρας καβάλα πάνω σε ένα ακόμα κουρελιάρικο γκρίζο άλογο με γρομπιασμένα γόνατα, τους πλησίασε όση ώρα μιλούσε η γυναίκα, αλλά έμεινε σε κάποια απόσταση. Ήταν ψηλός όσο κι ο Πέριν και σχεδόν εξίσου φαρδύς στο στέρνο και φορούσε έναν φθαρμένο από το ταξίδι μαύρο μανδύα με ένα ξίφος περασμένο από πάνω του. Όπως κι οι γυναίκες, είχε έναν πάκο δεμένο πίσω από τη σέλα του. Η ελαφριά αύρα που φύσηξε έφερε στα ρουθούνια του Πέριν την οσμή του. Δεν ήταν φοβισμένος αλλά επιφυλακτικός. Και, κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο κοιτούσε τη Μάιντιν, ήταν επιφυλακτικός ειδικά απέναντι της. Ίσως, τελικά, τα πράγματα να μην ήταν τόσο απλά όσο το να διασώσεις μερικούς ταξιδιώτες από μια ληστρική συμμορία.
«Θα μπορούσατε να έλθετε όλοι στον καταυλισμό μου», είπε ο Πέριν, αφήνοντας τον χαλινό. «Εκεί θα είστε ασφαλείς από... τους ληστές». Ήταν σχεδόν σίγουρος πως η Μάιντιν θα έτρεχε να κρυφτεί στην πλησιέστερη δεντροσειρά, αλλά εκείνη έστρεψε το άλογό της πλάι στο δικό του, προς την κατεύθυνση του μαντριού. Μύριζε... παραδομένη.
Έστω κι έτσι, του απάντησε: «Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά... πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Πάμε, Λίνι», πρόσθεσε με σταθερή φωνή, κι η γηραιότερη γυναίκα την κοίταξε τόσο συνοφρυωμένη και με τέτοια αυστηρότητα, που ο Πέριν αναρωτήθηκε αν ήταν μάνα και κόρη, παρά τον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποιούσε το όνομα της ηλικιωμένης γυναίκας. Σίγουρα δεν έμοιαζαν και πολύ μεταξύ τους. Η Λίνι είχε στενό πρόσωπο, ζαρωμένη επιδερμίδα κι ήταν νευρώδης, ενώ η Μάιντιν θα μπορούσε να είναι όμορφη κάτω από αυτήν τη σκόνη. Αν σε έναν άντρα άρεσαν οι ξανθομάλλες.
Ο Πέριν κοίταξε πάνω από τον ώμο του, προς το μέρος του άντρα που τους ακολουθούσε κατά πόδας. Φαινόταν σκληροτράχηλος τύπος, που όμως χρειαζόταν επειγόντως ένα ξυράφι. Ίσως σε εκείνον να άρεσαν οι ξανθομάλλες. Ίσως να του άρεσαν πάρα πολύ. Πολλοί είχαν βρει τον μπελά τους στο παρελθόν για τέτοια ζητήματα, δημιουργώντας προβλήματα και σε άλλους.
Μπροστά του, η Φάιλε καθόταν πάνω στη Σουώλοου και κοιτούσε πάνω από τον τοίχο, περιεργαζόμενη το εσωτερικό της μάντρας και τον κόσμο. Ίσως κάποιος από αυτούς να είχε πληγωθεί. Η Σέονιντ με τις Σοφές δεν φαίνονταν πουθενά. Ο Άραμ, προφανώς, είχε καταλάβει. Βρισκόταν πολύ κοντά στη Φάιλε, αν και κοιτούσε ανυπόμονα προς το μέρος του Πέριν. Πάντως, φαίνεται πως ο κίνδυνος είχε περάσει.
Στα μισά του δρόμου προς το μαντρί, εμφανίστηκε ο Τέρυλ μαζί με έναν άντρα αξύριστο και με μάτια σχιστά που παράπαιε δίπλα στο παρδαλό του ζώο, με τον γιακά του πανωφοριού του γραπωμένο στη γροθιά του Πρόμαχου. «Έκρινα πως καλό θα ήταν να τσακώσουμε έναν από δαύτους», είπε ο Τέρυλ μισοχαμογελώντας άγρια. «Πάντα είναι καλύτερο να ακούς και τις δύο μεριές, ανεξάρτητα από το τι νομίζεις πως είδες, έτσι έλεγε ο γέρος μου». Ο Πέριν εξεπλάγη. Νόμιζε πως ο Τέρυλ δεν μπορούσε να δει πέρα από την άκρη του σπαθιού του.
Παρότι ήταν πεζός, ήταν προφανές πως το ξεφτισμένο πανωφόρι του αξύριστου άντρα τού έπεφτε πολύ μεγάλο. Ο Πέριν αμφέβαλλε αν υπήρχε κανείς άλλος που να μπορεί να δει τόσο καλά από αυτήν την απόσταση, αλλά αναγνώρισε αυτήν την πεταχτή μύτη. Αυτός ο άντρας θα ήταν ο τελευταίος που θα το έβαζε στα πόδια, και δεν έμοιαζε διόλου τρομοκρατημένος. Το σαρκαστικό του χαμόγελο απευθυνόταν σε όλους. «Αυτό που κάνατε σας βύθισε στον βόρβορο», είπε με μια οξεία, εκνευριστική φωνή. «Εφαρμόζαμε το θέλημα του Προφήτη, να τι κάναμε. Ο Προφήτης λέει πως αν ένας άντρας ενοχλεί μια γυναίκα που δεν τον θέλει, πεθαίνει. Τούτοι εδώ την πήραν στο κυνήγι» —τίναξε το κεφάλι του προς το μέρος της Μάιντιν— «κι αυτή βάλθηκε να τρέχει διαολομένα. Ο Προφήτης θα σας βγάλει τα αυτιά για αυτό που κάνατε!» Έφτυσε για να δώσει έμφαση.