Το χέρι του Τέρυλ ελευθέρωσε τον άντρα, κι εκείνος το έβαλε στα πόδια για το πλησιέστερο σύδεντρο δίχως να ρίξει ματιά πίσω του. Ένα μέρος της αηδίας που ένιωθε ο Πέριν αφορούσε στον εαυτό του. Απειλές! Άκου αν τον λοξοκοιτούσε κάποιος! Ίσως ο άντρας χωρίς όνομα να μην έκοβε αυτιά, αλλά σίγουρα είχε παρακολουθήσει τη διαδικασία χωρίς να επέμβει.
Η Φάιλε χαμογελούσε κι η έπαρση που ένιωθε έλαμπε μέσα από τον ιδρώτα που κάλυπτε το πρόσωπό της. Το βλέμμα της και μόνο απομάκρυνε εν μέρει την αποστροφή που ένιωθε ο Πέριν. Θα περπατούσε ξυπόλητος στη φωτιά γι’ αυτό το βλέμμα.
Φυσικά, δεν συμφωνούσαν όλοι. Τα μάτια της Σέονιντ ήταν ερμητικά κλειστά και τα γαντοφορεμένα της χέρια έτρεμαν πάνω στα γκέμια, λες κι ήθελε απεγνωσμένα να βγάλει αυτό το φουλάρι από το στόμα της και να του πει τι ακριβώς πίστευε, κάτι που ο Πέριν μπορούσε κάλλιστα να υποθέσει. Η Εντάρα με τη Νέβαριν είχαν τακτοποιήσει τις εσάρπες γύρω από τους ώμους τους και τον κοιτούσαν με βλέμμα σκοτεινιασμένο. Ω, σίγουρα μπορούσε να υποθέσει τι σκέφτονταν.
«Νόμιζα πως επρόκειτο για κάτι απόρρητο», είπε κάπως επιφυλακτικά ο Τέρυλ, παρακολουθώντας τον αξύριστο άντρα να τρέχει. «Νόμιζα πως ο Μασέμα δεν έπρεπε να μάθει πως είσαι εδώ, μέχρι να του το ψιθυρίσεις στο ροδαλό του αυτάκι».
Αυτό ήταν το σχέδιο. Ο Ραντ το είχε προτείνει ως προληπτικό, ενώ η Σέονιντ με τη Μασούρι επέμεναν σε αυτό με κάθε ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν. Σε τελική ανάλυση, ασχέτως αν ήταν Προφήτης του Άρχοντα Δράκοντα ή όχι, ο Μασέμα μάλλον δεν θα ήθελε να έρθει σε αντιπαράθεση με κάποιον που είχε στείλει ο ίδιος ο Ραντ, δεδομένων όλων αυτών που είπε ότι είχε επιτρέψει να γίνουν. Τα αυτιά δεν ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί αν το ένα δέκατο μόνο από τις φήμες που είχαν ακουστεί ήταν αλήθεια. Η Εντάρα κι οι υπόλοιπες Σοφές έβλεπαν στο πρόσωπο του Μασέμα έναν πιθανό εχθρό, ο οποίος έπρεπε να εξαλειφθεί πριν προλάβει να τους στήσει παγίδα.
«Υποτίθεται πως πρέπει να... σταματήσω κάτι τέτοιο», είπε ο Πέριν, χειρονομώντας θυμωμένα προς το ακατέργαστο δέρμα στο έδαφος. Είχε ακούσει τις φήμες, αλλά δεν έκανε τίποτα. Τώρα, έβλεπε μπροστά του το αποτέλεσμα. «Θα μπορούσα να αρχίσω και τώρα ακόμα». Κι αν ο Μασέμα αποφάσιζε πως αυτός ήταν ο εχθρός; Πόσες χιλιάδες κόσμος ακολουθούσε τον Προφήτη από πίστη ή από φόβο; Δεν είχε σημασία. «Σταματά, Τέρυλ. Σταματά!»
Ο Μουραντιανός ένευσε αργά, κοιτώντας τον Πέριν σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά.
«Άρχοντα Πέριν;» είπε η Μάιντιν. Ο Πέριν την είχε ξεχάσει, κι αυτήν και τους φίλους της. Οι υπόλοιποι ήταν μαζεμένοι κοντά της και λίγο πιο πέρα, πεζοί οι περισσότεροι. Υπήρχαν ακόμα τρεις άντρες εκτός από τον τύπο που είχε ακολουθήσει τη Μάιντιν, δύο εκ των οποίων κρύβονταν πίσω από τα άλογά τους. Η Λίνι ήταν η πιο επιφυλακτική απ’ όλους κι είχε καρφώσει το ανήσυχο βλέμμα της επάνω του. Είχε φέρει το άλογό της κοντά σε αυτό της Μάιντιν, κι έμοιαζε έτοιμη να πάρει τα ηνία. Όχι για να σταματήσει τη νεότερη γυναίκα από το να ορμήσει μπροστά, αλλά για να ξεχυθεί η ίδια και να παρασύρει τη Μάιντιν μαζί της. Η ίδια η Μάιντιν έμοιαζε να είναι άνετη, αν και κοιτούσε τον Πέριν εξίσου εξεταστικά. Δεν ήταν να απορεί κανείς έπειτα απ’ όλες αυτές τις συζητήσεις περί Προφήτη και Αναγεννημένου Δράκοντα. Για να μην αναφέρουμε τη φιμωμένη Άες Σεντάι. Ο Πέριν περίμενε πως η γυναίκα θα έλεγε πως ήθελαν να φύγουν, και μάλιστα αμέσως, αλλά αυτή είπε: «Αποδεχόμαστε την ευγενική σου προσφορά. Μια δυο μέρες ανάπαυση στον καταυλισμό σου είναι ό,τι πρέπει».
«Όπως επιθυμείς, Κυρά Μάιντιν», απάντησε αυτός αργά. Ήταν δύσκολο να κρύψει την έκπληξή του. Κι ειδικά τώρα που είχε αναγνωρίσει τους δύο άντρες οι οποίοι προσπαθούσαν να κρατήσουν τα άλογά τους ανάμεσα σ’ αυτόν και στους ίδιους. Άραγε, ήταν ζήτημα τα’βίρεν η παρουσία τους εδώ; Όπως και να έχει, ήταν περίεργο. «Ναι, σίγουρα θα σας κάνει καλό».
8
Μια Συνηθισμένη Επαρχιώτισσα
Ο καταυλισμός βρισκόταν μια λεύγα μακριά περίπου, απομακρυσμένος από τον δρόμο κι ανάμεσα σε χαμηλούς δασωμένους λόφους, λίγο πιο πέρα από ένα ποταμάκι με δέκα βήματα φάρδος σε πέτρες και μόνο πέντε βήματα νερό, που έφτανε μέχρι το γόνατο ενός άντρα. Μικροσκοπικά πράσινα κι ασημιά ψαράκια ξεπετάγονταν μακριά από τις οπλές των αλόγων. Δεν υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να συναντήσουν κάποιον τυχαίο περαστικό. Η κοντινότερη κατοικημένη αγροικία βρισκόταν σε απόσταση ενός μιλίου και παραπάνω, κι ο Πέριν είχε σιγουρευτεί πως οι ιδιοκτήτες της πήγαιναν αλλού τα ζώα τους να πιουν νερό.