Выбрать главу

Η Νέβαριν τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της· άλλο ένα από αυτά τα σκοτεινά βλέμματα που του χάριζε αυτή κι η Εντάρα από τότε που έκανε γνωστή την προειδοποίησή του, την απειλή του, δίπλα στον αξύριστο τύπο. Ο Πέριν ξεφύσησε με απόγνωση. Δεν ήταν ανάγκη να ανησυχεί για το τομάρι του, εκτός κι αν οι Σοφές αποφάσιζαν ότι το ήθελαν. Κάθε καρυδιάς καρύδι, κι ο καθένας με διαφορετικό στόχο.

Η Μάιντιν έφερε το άλογό της πλάι σ’ αυτό της Φάιλε, δίχως φαινομενικά να δίνει σημασία στη διαδρομή, αν κι ο Πέριν δεν θα στοιχημάτιζε γι’ αυτό. Τα μάτια της είχαν γουρλώσει κάπως μόλις αντίκρισε τους Μαγιενούς φρουρούς. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαιναν οι κόκκινοι θώρακες κι οι περικεφαλαίες που έμοιαζαν με πλατύγυρα κιούπια, το ίδιο καλά όσο άνετα θα αναγνώριζε και μια Άες Σεντάι. Ο περισσότερος κόσμος δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανέναν από τους δύο, και ειδικά ανθρώπους ντυμένους όπως αυτή. Η Μάιντιν παρέμενε ένα μυστήριο. Για κάποιον λόγο, έμοιαζε γνώριμη με έναν απροσδιόριστο τρόπο.

Η Λίνι κι ο Τάλανβορ — έτσι είχε ακούσει τη Μάιντιν να αποκαλεί τον τύπο που ίππευε λίγο πιο πίσω· «νεαρέ» Τάλανβορ, αν και δεν πρέπει να τους χώριζαν πάνω από τέσσερα ή πέντε χρόνια, ίσως και λιγότερα— έμειναν όσο πιο κοντά στη Μάιντιν γινόταν, με τον Άραμ να προσπαθεί να ακολουθήσει κατά πόδας τον Πέριν. Το ίδιο έκανε κι ένας λεπτοκαμωμένος τύπος με σουφρωμένο στόμα ονόματι Μπάλγουερ, ο οποίος έμοιαζε να δίνει ακόμα λιγότερη σημασία στο περιβάλλον απ’ όση προφασιζόταν ότι έδινε η Μάιντιν. Ακόμα κι έτσι όμως, ο Πέριν πίστευε πως ο Μπάλγουερ διέκρινε περισσότερα από τη γυναίκα. Δεν μπορούσε να πει ακριβώς γιατί, αλλά τις λίγες φορές που είχε πιάσει τη μυρωδιά του κοκαλιάρη και μικρόσωμου άντρα, είχε την αίσθηση ενός λύκου που οσμίζεται τον αέρα. Παραδόξως, ο Μπάλγουερ δεν ένιωθε καθόλου φόβο, παρά μόνο εκλάμψεις οργής που καλύπτονταν γρήγορα, ανακατεμένες με την ανατριχιαστική οσμή της προσμονής. Οι υπόλοιποι από τους συντρόφους της Μάιντιν ακολουθούσαν πιο πίσω. Η τρίτη γυναίκα, η Μπριάνε, ψιθύριζε ζωηρά σε έναν ογκώδη τύπο με χαμηλωμένη ματιά, ο οποίος μερικές φορές ένευε φορές σιωπηλά κι άλλες κουνούσε απλώς το κεφάλι του. Ήταν η προσωποποίηση του σκληρού και του παλικαρά, αλλά η κοντή γυναίκα είχε επίσης κάτι ζόρικο επάνω της. Ο τελευταίος άντρας, ένας ρωμαλέος τύπος με ένα κουρελιασμένο, ψάθινο καπέλο κατεβασμένο χαμηλά για να του κρύβει το πρόσωπο, καλυπτόταν πίσω από αυτούς τους δύο. Το ξίφος που όλοι οι άντρες κουβαλούσαν έμοιαζε παράταιρο επάνω του, όπως επίσης και πάνω στον Μπάλγουερ.

Το τρίτο μέρος του καταυλισμού, που απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα, στην κούρβα που σχημάτιζε ο λόφος πίσω από τους Μαγιενούς, κάλυπτε εξίσου μεγάλο έδαφος όσο κι οι Φτερωτοί Φρουροί, αν κι οι άνθρωποι εδώ ήταν σαφώς λιγότεροι. Εδώ, τα άλογα ήταν δεμένα στους πασσάλους μακριά από τις πυρές που είχαν ανάψει για το φαγητό, κι έτσι η άσπιλη μυρωδιά του γεύματος γέμιζε την ατμόσφαιρα. Αυτή τη φορά, θα πρέπει να ήταν ψητή γίδα και σκληρά γογγύλια, με τα οποία οι αγρότες μάλλον σκόπευαν να ταΐσουν τα γουρούνια τους ακόμα και σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς. Περίπου τριακόσιοι άντρες των Δύο Ποταμών που είχαν ακολουθήσει τον Πέριν μακριά από τα σπίτια τους σούβλιζαν το κρέας, έραβαν τα ρούχα τους, ήλεγχαν τα βέλη και τα τόξα τους κι όλοι ήταν διασκορπισμένοι σε τυχαίες παρέες των πέντε ή έξι ατόμων γύρω από μια φωτιά. Κουνούσαν τα χέρια τους και χαιρετούσαν, αν κι αρκετοί από δαύτους βροντοφώναζαν «Άρχοντα Πέριν» ή «Πέριν Χρυσομάτη», για να τον ευχαριστήσουν. Η Φάιλε κατείχε δικαιωματικά τους τίτλους που της απέδιδαν.

Ο Γκρέηντυ κι ο Νιλντ, που δεν ήταν διόλου ιδρωμένοι μέσα στους σκοτεινούς τους μανδύες, δεν επευφημούσαν. Απλώς τον κοιτούσαν, καθισμένοι πλάι στην πυρά που είχαν ανάψει μακριά από τους άλλους. Βλέμματα γεμάτα προσμονή, σκέφτηκε ο Πέριν. Προσμονή για τι πράγμα, όμως; Αυτό αναρωτιόταν πάντα σχετικά με αυτούς τους δύο. Οι Άσα’μαν τον έκαναν να αισθάνεται άβολα, περισσότερο κι από τις Άες Σεντάι ή τις Σοφές. Ήταν απόλυτα φυσικό να υπάρχουν γυναίκες με τη δυνατότητα να διαβιβάζουν τη Δύναμη, αν και δεν ήταν ακριβώς ό,τι καλύτερο για έναν άντρα που βρισκόταν εκεί τριγύρω. Ο Γκρέηντυ με το συνηθισμένο πρόσωπο έμοιαζε με αγρότη, παρά το πανωφόρι και το ξίφος του, κι ο Νιλντ με λιμοκοντόρο με στριφτά μουστάκια, ωστόσο ο Πέριν δεν ξεχνούσε τι ήταν αυτοί οι δύο άντρες και τα κατορθώματά τους στα Πηγάδια του Ντουμάι. Βέβαια, ήταν κι ο ίδιος παρών, το Φως να τον βοηθήσει. Τραβώντας το χέρι του από το τσεκούρι που είχε περασμένο στη ζώνη του, ξεπέζεψε.

Διάφοροι υπηρέτες, άντρες και γυναίκες, από τα κτήματα του Άρχοντα Ντομπραίν, στην Καιρχίν, ήρθαν τρέχοντας προς το μέρος τους, ξεπροβάλλοντας ανάμεσα από τους πασσάλους στους οποίους ήταν δεμένα τα άλογα, για να παραλάβουν τα ζώα τους. Όλοι έφταναν το πολύ μέχρι τους ώμους του Πέριν, άνθρωποι ντυμένοι με τα χαρακτηριστικά ρούχα της επαρχίας, οι οποίοι που είχαν μάθει μια ζωή να υποκλίνονται και να προσκυνούν υποτακτικά. Η Φάιλε του είπε πως ταράζονταν όταν προσπαθούσε να τους κάνει να σταματήσουν τις υποκλίσεις ή να πάψουν να τον γυροφέρνουν. Η αλήθεια ήταν πως κάπως έτσι μύριζαν όταν τους το έκανε αυτό, αλλά μέσα σε μια δυο ώρες ξανάρχιζαν να τριγυρνούν κοντά του. Άλλοι πάλι, όσοι σχεδόν ήταν κι οι άντρες των Δύο Ποταμών, φρόντιζαν τα άλογα ή τριγύριζαν γύρω από τις μακριές σειρές των αμαξιών με τους ψηλούς τροχούς που κουβαλούσαν τις προμήθειές τους. Κάποιοι από αυτούς μπαινοέβγαιναν από μια μεγάλη ερυθρόλευκη σκηνή.