Выбрать главу

Ως συνήθως, η σκηνή αυτή έκανε τον Πέριν να γρυλίσει μελαγχολικά. Η Μπερελαίν διέθετε μια άλλη, μεγαλύτερη, στην περιοχή του καταυλισμού που ανήκε στους Μαγιενούς, συν άλλη μία για τις δύο υπηρέτριές της κι άλλη μία για τους δύο ληστοκυνηγούς που επέμενε να φέρει μαζί της. Η Ανούρα διέθετε δική της σκηνή, όπως κι ο Γκαλίν, αλλά μονάχα ο ίδιος κι η Φάιλε είχαν μία αποκλειστικά δική τους εδώ. Σε προσωπικό επίπεδο, θα μπορούσε κάλλιστα να κοιμάται κάτω από τον ουρανό, όπως κι οι υπόλοιποι άντρες από την πατρίδα. Τη νύχτα δεν σκεπάζονταν με τίποτα, παρά μόνο με μία κουβέρτα. Φόβος για βροχή δεν υπήρχε. Οι Καιρχινοί υπηρέτες κοιμούνταν κάτω από τις άμαξες. Φυσικά, δεν ήταν δυνατόν να ζητήσει κάτι τέτοιο από τη Φάιλε, και μάλιστα όταν η Μπερελαίν διέθετε δική της σκηνή. Μακάρι να μπορούσε να αφήσει την Μπερελαίν στην Καιρχίν. Έτσι, όμως, θα αναγκαζόταν να στείλει τη Φάιλε στην Μπεθάλ.

Ένα ζευγάρι λάβαρα πάνω σε ψήλους και φρεσκοκομμένους στύλους, στο μέσον μιας ανοικτής περιοχής κοντά στη σκηνή, του χάλασε κι άλλο τη διάθεση. Φυσούσε μια ελαφριά αύρα, αν κι έκανε ακόμα αρκετή ζέστη. Νόμιζε πως άκουσε ξανά αυτόν τον κεραυνό, αμυδρά προς τα δυτικά. Οι σημαίες ξετυλίχτηκαν κυματίζοντας αργά, κατέρρευσαν κάτω από το ίδιο τους το βάρος και κυμάτισαν και πάλι. Η Κόκκινη Λυκοκεφαλή στο πορφυρό πλαίσιο κι ο Κόκκινος Αετός της νεκρής από καιρό Μανέθερεν είχαν φανερωθεί ξανά, παρά τις διαταγές του. Ίσως, κατά κάποιον τρόπο, να είχε σταματήσει την προσπάθεια να κρυφτεί, αλλά αυτό που τώρα ήταν η Γκεάλνταν αποτελούσε κάποτε μέρος της Μανέθερεν. Η Αλιάντρε δεν θα χαιρόταν και πολύ να ακούσει ειδικά γι’ αυτό το λάβαρο! Κατάφερε να χαμογελάσει ευγενικά στην κοντόχοντρη και μικροκαμωμένη γυναίκα που υποκλίθηκε βαθιά και πήρε τον Γοργοπόδη, αλλά το χαμόγελό του ήταν προσποιητό. Οι Άρχοντες υποτίθεται ότι υπήρχαν για να τους υπακούουν, κι αν ο ίδιος ήθελε να αποκαλείται άρχοντας, έπρεπε να τα καταφέρει κάπως καλύτερα.

Με τις γροθιές τοποθετημένες στους γοφούς της, η Μάιντιν στεκόταν κοιτώντας εξεταστικά τις σημαίες που ανέμιζαν, καθώς έπαιρναν το άλογό της μαζί με τα υπόλοιπα. Παραδόξως, η Μπριάνε κρατούσε κάπως αδέξια τους μπόγους τους. Είχε μουτρώσει κι έμοιαζε εκνευρισμένη με την άλλη γυναίκα. «Έχω ακουστά για κάτι λάβαρα σαν κι αυτά», είπε ξαφνικά η Μάιντιν. Και θυμωμένα. Δεν υπήρχε οργή στη φωνή της και το πρόσωπο της ήταν γαλήνιο σαν πάγος, αλλά η μανία της γέμισε τα ρουθούνια του Πέριν. «Υψώθηκαν από άντρες στο Άντορ, στους Δύο Ποταμούς, που στασίασαν ενάντια στη νόμιμη εξουσία. Νομίζω πως το Αϋμπάρα είναι χαρακτηριστικό όνομα των Δύο Ποταμών».

«Δεν ξέρουμε και πολλά σχετικά με νόμιμες εξουσίες στους Δύο Ποταμούς, Κυρά Μάιντιν», γρύλισε ο Πέριν. Αυτή τη φορά, θα έγδερνε ζωντανό όποιον υπονοούσε κάτι. Αν οι ιστορίες σχετικά με την επανάστασή τους είχαν φθάσει τόσο μακριά... Είχε έρθει ήδη αντιμέτωπος με κάμποσες επιπλοκές, δεν χρειάζονταν κι άλλες. «Υποθέτω πως η Μοργκέις ήταν καλή βασίλισσα, αλλά κι εμείς έπρεπε να αμυνθούμε, κι αυτό κάναμε». Ξαφνικά, θυμήθηκε ποια του θύμιζε. Την Ηλαίην. Όχι ότι σήμαινε αναγκαστικά κάτι. Είχε δει άντρες χίλια μίλια μακριά από τους Δύο Ποταμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να ανήκουν σε γνωστές οικογένειες της πατρίδας του. Ωστόσο, έπρεπε να υπάρχει κάποιος λόγος που να δικαιολογεί τον θυμό. Η προφορά της θα μπορούσε κάλλιστα να είναι Αντορινή. «Τα πράγματα στο Άντορ δεν είναι και τόσο άσχημα όσο μπορεί να έχεις ακούσει», της είπε. «Το Κάεμλυν ήταν ήσυχο την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί, κι ο Ραντ —ο Αναγεννημένος Δράκοντας— σκοπεύει να ανεβάσει στον Θρόνο του Λιονταριού την κόρη της Μοργκέις, την Ηλαίην».

Αντί να κατευναστεί, η Μάιντιν στράφηκε εναντίον του, με τα γαλάζια της μάτια να σπιθίζουν. «Σκοπεύει να την ανεβάσει στον θρόνο; Κανείς άντρας δεν τοποθετεί μια βασίλισσα στον Θρόνο του Λιονταριού! Η Ηλαίην θα διεκδικήσει τον θρόνο του Άντορ δικαιωματικά!»