Ξύνοντας το κεφάλι του, ο Πέριν ευχήθηκε να σταματούσε η Φάιλε να παρακολουθεί τόσο ήρεμη αυτήν τη γυναίκα και να έλεγε κάτι. Το μόνο που έκανε, όμως, ήταν να βάλει τα γάντια της ιππασίας πίσω από τη ζώνη της. Πριν καν σκεφτεί να μιλήσει ο ίδιος, η Λίνα πετάχτηκε, άδραξε το μπράτσο της Μάιντιν και την κούνησε τόσο δυνατά, που έτριξαν τα δόντια της.
«Ζήτα συγγνώμη!» γάβγισε η πιο ηλικιωμένη γυναίκα. «Αυτός ο άντρας σού έσωσε τη ζωή, Μάιντιν, κι εσύ, μια απλή επαρχιώτισσα, ξεχνιέσαι και μιλάς έτσι απέναντι σ’ έναν άρχοντα! Θυμήσου ποια είσαι και μην επιτρέπεις στη γλώσσα σου να σου δημιουργεί προβλήματα! Μπορεί αυτός ο νεαρός άρχοντας να μη συμφωνούσε σε κάτι με τη Μοργκέις, κι άλλωστε όλοι γνωρίζουν πως είναι νεκρή πια. Σε τελική ανάλυση, ό,τι και να έχει γίνει, δεν σε αφορά! Λοιπόν, ζήτα του συγγνώμη πριν θυμώσει!»
Η Μάιντιν κοίταξε τη Λίνι και κάτι πήγε να πει. Φαινόταν ακόμα περισσότερο ξαφνιασμένη από τον Πέριν. Ωστόσο, για άλλη μια φορά τον άφησε εμβρόντητο. Αντί να βάλει τις φωνές στην ασπρομάλλα γυναίκα, ορθώθηκε αργά, ίσιωσε τους ώμους της και τον κοίταξε κατάματα. «Η Λίνι έχει απόλυτο δίκιο. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να σας μιλάω έτσι, Άρχοντα Αϋμπάρα. Εκφράζω την ταπεινή μου συγγνώμη. Σου ζητώ να με συγχωρέσεις». Ταπεινή; Το σαγόνι της ήταν σταθερό κι ο τόνος της φωνής της τόσο αγέρωχος που θύμιζε Άες Σεντάι, η δε οσμή της υποδείκνυε πως ήταν έτοιμη να φάει σίδερα.
«Την έχεις», απάντησε ο Πέριν βιαστικά, κάτι που δεν φάνηκε να τη μαλακώνει και πολύ. Η γυναίκα χαμογέλασε, ίσως μάλιστα να σκόπευε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, αλλά ο Πέριν άκουγε ξεκάθαρα τα δόντια της να τρίζουν. Μα, όλες οι γυναίκες ήταν τρελές, τελικά;
«Έχουν σκάσει από τη ζέστη κι είναι και βρώμικοι, σύζυγε μου», είπε η Φάιλε, επεμβαίνοντας τελικά. «Ξέρω πολύ καλά πως, εδώ και μερικές ώρες, δοκιμάζονται σκληρά. Ο Άραμ μπορεί να δείξει στους άντρες πού μπορούν να κάνουν ένα μπάνιο. Οι γυναίκες θα έρθουν μαζί μου. Έχω φέρει μαζί μου υγρά υφάσματα για να πλύνετε τα χέρια και το πρόσωπό σας», είπε στη Μάιντιν και στη Λίνι. Έκανε ένα νεύμα στην Μπριάνε να πλησιάσει κι οδήγησε τις γυναίκες στη σκηνή. Υπακούοντας σε ένα νεύμα του Πέριν, ο Άραμ έγνεψε στους άντρες να τον ακολουθήσουν.
«Μόλις τελειώσεις με την καθαριότητα, Αφέντη Γκιλ, θα ήθελα να σου μιλήσω», είπε ο Πέριν.
Ήταν σαν να είχε εξαπολύσει εκείνον τον πύρινο τροχό. Η Μάιντιν στριφογύρισε απότομα και τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, ενώ οι άλλες δύο γυναίκες πάγωσαν στις θέσεις τους. Ο Τάλανβορ άδραξε ξαφνικά τη λαβή του ξίφους του κι ο Μπάλγουερ ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, κοιτώντας πάνω από το δεμάτι που κουβαλούσε, με το κεφάλι του να γέρνει από δω κι από κει. Όχι, δεν έμοιαζε τόσο με λύκο, όσο με πουλί που παραφυλάει μην τυχόν δει καμιά γάτα. Ο ρωμαλέος άντρας, ο Μπέηζελ Γκιλ, άφησε να του πέσουν τα υπάρχοντά του κι αναπήδησε έκπληκτος.
«Μπα, ο Πέριν», ψέλλισε βγάζοντας το ψάθινο καπέλο του. Ο ιδρώτας σχημάτιζε ρυάκια στα σκονισμένα του μάγουλα. Έσκυψε να πιάσει τον μπόγο, αλλά φαίνεται πως άλλαξε γνώμη κι ίσιωσε ξανά το ανάστημά του με βιασύνη. «Εννοώ, ο Άρχοντας Πέριν. Εγώ... εεμ... το σκέφτηκα πως μπορεί να ήσουν εσύ, αλλά... αλλά ακούγοντάς τους να σε φωνάζουν άρχοντα, δεν ήμουν σίγουρος αν θα έδινες σημασία σε έναν γέρο πανδοχέα». Πέρασε ένα μαντήλι πάνω στο σχεδόν καραφλό του κεφάλι και γέλασε νευρικά. «Φυσικά και θα τα πούμε. Η καθαριότητα μπορεί να περιμένει λιγάκι».
«Γεια σου, Πέριν», είπε ο ογκώδης άντρας. Με τα βαριά του βλέφαρα, ο Λάμγκουιν Ντορν έμοιαζε τεμπέλης, παρά το μυώδες κορμί του και τα σημάδια πάνω στο πρόσωπο και τα χέρια του. «Ο Άρχοντας Γκιλ κι εγώ ακούσαμε πως ο νεαρός Ραντ είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Θα έπρεπε να συμπεράνουμε πως θα έκανες κι εσύ την εμφάνισή σου. Ο Πέριν Αϋμπάρα είναι καλός άνθρωπος, Κυρά Μάιντιν. Νομίζω πως μπορείς να τον εμπιστευτείς σε οτιδήποτε». Δεν ήταν οκνηρός, ούτε και χαζός επίσης.
Ο Άραμ τίναξε ανυπόμονα το κεφάλι του κι ο Λάμγκουιν με τους άλλους δυο τον ακολούθησαν, αλλά ο Τάλανβορ με τον Μπάλγουερ έσερναν τα πόδια τους, ρίχνοντας ερωτηματικές ματιές προς το μέρος του Πέριν και του Άρχοντα Γκιλ. Ματιές γεμάτες ανησυχία. Κοιτούσαν επίσης τις γυναίκες. Η Φάιλε τις είχε πάρει μαζί της, αν κι έριχνε πεταχτά βλέμματα προς το μέρος του Πέριν και του Αφέντη Γκιλ καθώς και προς τους άντρες που ακολουθούσαν τον Άραμ. Ξαφνικά, δεν ένιωθαν και τόσο ευχάριστα που είχαν χωριστεί.
Ο Άρχοντα Γκιλ σκούπισε το μέτωπό του και χαμογέλασε ανήσυχα. Μα το Φως, γιατί ανέδιδε μια οσμή φόβου; αναρωτήθηκε ο Πέριν. Άραγε, φοβόταν αυτόν; Έναν άντρα προσηλωμένο στον Αναγεννημένο Δράκοντα, που αυτοαποκαλείται άρχοντας κι ηγείται ενός στρατού, αν και μικρού, που απειλεί τον Προφήτη. Θα μπορούσε κάλλιστα να φιμώσει ακόμα και τις Άες Σεντάι. Όπως και να έχει, σίγουρα θα τον κατηγορούσαν και γι’ αυτό. Όχι, σκέφτηκε πικρόχολα ο Πέριν. Δεν υπάρχει τίποτα κακό εδώ για να φοβίσει οποιονδήποτε. Το πιθανότερο ήταν πως φοβούνταν μήπως τους σκότωνε όλους.