Выбрать главу

Προσπαθώντας να κάνει τον Άρχοντα Γκιλ να νιώσει άνετα, οδήγησε τον άντρα σε μια τεράστια βελανιδιά, εκατό βήματα από την ερυθρόλευκη σκηνή. Το μεγαλύτερο μέρος της φυλλωσιάς του μεγάλου δέντρου είχε χαθεί, και τα μισά από τα εναπομείναντα φύλλα ήταν καφετιά, αλλά τα ογκώδη κλωνάρια που απλώνονταν χαμηλά παρείχαν μια υποτυπώδη σκιά και μερικές από τις ροζιασμένες ρίζες εξείχαν αρκετά για να χρησιμεύσουν ως πάγκοι. Ο Πέριν είχε χρησιμοποιήσει μια τέτοια γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ξύνοντας τα νύχια του, ενώ οι υπόλοιποι ασχολούνταν με το στήσιμο του καταυλισμού. Όποτε προσπαθούσε να κάνει κάτι χρήσιμο, πάντα βρίσκονταν ελεύθερα χέρια που δεν του το επέτρεπαν.

Ο Μπέηζελ Γκιλ ωστόσο δεν αισθάνθηκε πιο άνετα, παρ’ όλο που ο Πέριν τον ρώτησε πώς πάει η Ευλογία της Βασίλισσας, το πανδοχείο του στο Κάεμλυν, ή αναθυμόταν την επίσκεψη του εκεί. Ίσως όμως ο Γκιλ να θυμόταν πως μια τέτοια επίσκεψη δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να καλμάρει έναν άνθρωπο, με τόσες Άες Σεντάι τριγύρω, με τις φήμες που ακούγονταν για τον Σκοτεινό και με τη διαφυγή στο σκοτάδι. Βημάτιζε ανήσυχα πάνω κάτω, κρατώντας σφιχτά τον μπόγο στο στήθος του, μετακινώντας τον από το ένα χέρι στο άλλο κι απαντώντας με ελάχιστα λόγια, γλείφοντας συγχρόνως τα χείλη του.

«Αφέντη Γκιλ», είπε τελικά ο Πέριν, «πάψε να με αποκαλείς Άρχοντα Πέριν. Δεν είμαι. Είναι λίγο περίπλοκο, αλλά δεν είμαι άρχοντας. Το ξέρεις αυτό».

«Φυσικά», αποκρίθηκε ο στρογγυλός άντρας και κάθισε τελικά σε μια από τις ρίζες της βελανιδιάς. Έμοιαζε κάπως απρόθυμος να αφήσει τον μπόγο με τα υπάρχοντά του, κι απλώς αποτράβηξε αργά τα χέρια του. «Ό,τι πεις, Άρχοντα Πέριν. Εε, ο Ραντ... δηλαδή, ο Άρχοντας Δράκοντας... σκοπεύει πραγματικά να τοποθετήσει στον θρόνο την Αρχόντισσα Ηλαίην; Όχι βέβαια πως έχω αμφιβολίες για τα λεγόμενά σου», πρόσθεσε βιαστικά. Έβγαλε το καπέλο του κι άρχισε πάλι να σκουπίζει το μέτωπό του. Μπορεί να ήταν αρκετά παχύς, αλλά έμοιαζε να ιδρώνει δύο φορές παραπάνω απ’ όσο θα δικαιολογούσε η ζέστη. «Είμαι σίγουρος πως ο Άρχοντας Δράκοντας θα κάνει ό,τι πεις». Το γέλιο του ήταν τρεμουλιαστό. «Επιθυμούσες να μου μιλήσεις. Και μάλλον όχι για να δεις πώς πάει το παλιό μου πανδοχείο, υποθέτω».

Ο Πέριν ξεφύσησε κουρασμένα. Πίστευε πως τίποτα δεν ήταν χειρότερο από τους παλιούς φίλους και γείτονες που φέρονται δουλικά, αλλά μερικές φορές τουλάχιστον ξεχνιούνταν και τους ξέφευγε αυτό που σκέφτονταν. Και κανείς τους δεν τον φοβόταν. «Είσαι πολύ μακριά από την πατρίδα», είπε με ευγενική φωνή. Δεν χρειαζόταν να το παρακάνει, ειδικά με έναν άνθρωπο που ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει από τρόμο. «Αναρωτιόμουν τι σε έφερε εδώ. Ελπίζω να μην είχες τίποτα μπελάδες».

«Πες του τα όλα, Μπέηζελ Γκιλ», είπε κοφτά η Λίνι, ερχόμενη προς τη βελανιδιά. «Μη διανθίσεις τίποτα, υπ’ όψιν». Δεν είχε λείψει πολύ, ωστόσο φαίνεται πως βρήκε χρόνο να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια της και να φτιάξει τα μαλλιά της σε έναν περιποιημένο λευκό κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Επίσης, είχε καθαρίσει την περισσότερη σκόνη από το απέριττο μάλλινο φόρεμα της. Υποκλίθηκε για τους τύπους προς την κατεύθυνση του Πέριν κι έπειτα στράφηκε και κούνησε ένα ροζιασμένο δάχτυλο προς τον Γκιλ. «“Τρία πράγματα είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικά: Ο πονόδοντος, η πρόκα που εξέχει μέσα σε ένα παπούτσι, κι ο πολυλογάς άντρας”. Λοιπόν, επί της ουσίας, και μη βασανίζεις τον νεαρό άρχοντα με λεπτομέρειες που δεν έχει καμιά όρεξη να ακούει». Για μια στιγμή, κοίταξε τον πανδοχέα με μια προειδοποιητική ματιά, ενώ αυτός είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, κι έπειτα έκανε άλλη μια γρήγορη και ξαφνική υπόκλιση προς το μέρος του Πέριν. «Λατρεύει τον ήχο της φωνής του —όπως κι οι περισσότεροι άντρες— αλλά τώρα δεν θα παρεκκλίνει, Άρχοντά μου».

Ο Άρχοντας Γκιλ την αγριοκοίταξε και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, όταν η γυναίκα τον παρότρυνε με μια απότομη κίνηση να αρχίσει να μιλάει. «Κοκαλιάρα παλιό...» ήταν το μόνο που άκουσε ο Πέριν. «Αυτό που έγινε, απλά και σταράτα...», είπε ο παχουλός άντρας αγριοκοιτάζοντας για άλλη μια φορά τη Λίνι, αν κι αυτή δεν φάνηκε να το προσέχει, «ήταν ότι είχα κάποιες δουλειές στο Λάγκαρντ. Μια καλή ευκαιρία για να εισάγω κρασί. Αυτά, όμως, δεν σε ενδιαφέρουν. Φυσικά, πήρα μαζί μου τον Λάμγκγουιν και την Μπριάνε, γιατί αυτή δεν θα τον άφηνε στιγμή από τα μάτια της αν δεν ήταν αναγκαίο. Στον δρόμο συναντήσαμε την Κυρά Ντορλαίν, Κυρά Μάιντιν όπως την αποκαλούμε, τη Λίνι και τον Τάλανβορ. Και τον Μπάλγουερ, βέβαια. Στον δρόμο. Κοντά στο Λάγκαρντ».