Выбрать главу

Robert Jordan

Κορώνα από Ξίφη

Στη Χάριετ που, για άλλη μια φορά, το αξίζει

Την υγειά μας θα χάσουμε και καλό δεν θα δούμε, γιατί η γη έγινε ένα με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι αυτός ένα με τη γη. Με πύρινη ψυχή και πέτρινη καρδιά κατακτά, καμαρώνοντας κι εξαναγκάζοντας τους περήφανους να υποκύψουν. Προστάζει τα όρη να γονατίσουν, τις θάλασσες να υποχωρήσουν και τα ίδια τα ουράνια να προσκυνήσουν. Προσευχηθείτε η πέτρινη καρδιά να θυμάται ακόμα τα δάκρυα και η πύρινη ψυχή την αγάπη.

-Από την αμφισβητούμενη μετάφραση των Προφητειών του Δράκοντα, του ποιητή Κυέρα Τέρμενταλ, από τη Σιότα, που πιστεύεται ότι εκδόθηκε μεταξύ 700 (ΕΕ) και 800 (ΕΕ)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Αστραπές

Από το ψηλό αψιδωτό παράθυρο, σχεδόν ογδόντα πιθαμές πάνω από το έδαφος κι ελάχιστα πιο κάτω από την κορυφή του Λευκού Πύργου, η Ελάιντα ατένιζε μίλια ολόκληρα πέρα από την Ταρ Βάλον, στις κυματιστές πεδιάδες και στα δάση που περιστοίχιζαν τον πλατύ ποταμό Ερινίν, ο οποίος διέτρεχε την περιοχή από τα βορειοδυτικά, προτού χωριστεί γύρω από τα λευκά τείχη της μεγάλης νησιωτικής πόλης. Στο έδαφος, οι μακριές πρωινές σκιές πιτσίλωναν την πόλη, αλλά από εκείνα τα ύψη όλα φάνταζαν φωτεινά και ξεκάθαρα. Ούτε καν οι θρυλικοί «ασκεπείς πύργοι» της Καιρχίν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τον Λευκό Πύργο, ούτε και κανείς από τους υποδεέστερους πύργους της Ταρ Βάλον, παρ' όλο που ήταν ξακουστοί παντού κι όλοι θαύμαζαν τις θολωτές ουρανογέφυρές τους.

Από αυτό το ύψος, μια σχεδόν σταθερή αύρα κάλμαρε κάπως την αφύσικη ζέστη που έζωνε τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια της περασμένης Γιορτής των Φώτων, το χιόνι θα έπρεπε κανονικά να έχει καλύψει το έδαφος σε μεγάλο βάθος, ωστόσο ο καιρός θύμιζε περισσότερο προχωρημένο καλοκαίρι. Άλλο ένα σημάδι -όχι πως χρειαζόταν δηλαδή- ότι πλησίαζε η Τελευταία Μάχη κι ότι ο Σκοτεινός άγγιζε για τα καλά τον κόσμο. Η Ελάιντα δεν άφηνε τη ζέστη να την επηρεάσει, ούτε καν όταν ένιωθε μελαγχολία. Ο λόγος που είχε μεταφέρει τα δώματά της εδώ πάνω δεν είχε να κάνει με τη δροσερή αύρα, ούτε την ένοιαζαν τα τόσο πολλά σκαλιά μέχρι να φτάσει σ' αυτές τις απλοϊκές κάμαρες.

Το απέριττο κοκκινόφαιο πλακόστρωτο κι οι λευκοί μαρμάρινοι τοίχοι, στολισμένοι με λίγες ταπετσαρίες, δεν μπορούσαν να συγκριθούν με το μεγαλείο του σπουδαστηρίου της Άμερλιν, ούτε με τα συνοδευτικά δώματα πιο κάτω. Περιστασιακά, χρησιμοποιούσε ακόμα αυτά τα δωμάτια, τα οποία, κατά τη γνώμη μερικών, συσχετίζονταν με την ισχύ της Έδρας της Άμερλιν, αλλά συνήθως προτιμούσε να μένει και να εργάζεται εδώ. Ο λόγος ήταν η θέα. Όχι της πόλης, του ποταμού ή του δάσους, αλλά αυτού που είχε τις απαρχές του στη βάση των Πύργων.

Τεράστια θεμέλια κι εγκαταστάσεις ανασκαφών απλώνονταν σε όλο το μήκος τής πάλαι ποτέ αυλής όπου εκπαιδεύονταν οι Πρόμαχοι· ψηλοί ξύλινοι γερανοί και στοίβες από κομμένο μάρμαρο και γρανίτη. Ένα στίφος από οικοδόμους κι εργάτες συνωστιζόταν στον χώρο εργασιών σαν μυρμήγκια, κι ένα ατελείωτο καραβάνι από βαγόνια μπαινόβγαινε από τις πύλες και κατευθυνόταν στη βάση των Πύργων, μεταφέροντας ακόμη περισσότερα πετρώματα. Στη μια πλευρά, υψωνόταν ένα «μηχανικό ομοίωμα», όπως το αποκαλούσαν οι οικοδόμοι, αρκετά μεγάλο ώστε να μπαίνουν μέσα οι άντρες σκυφτοί και να μπορούν να παρακολουθούν την κάθε λεπτομέρεια, την ακριβή τοποθέτηση κάθε πέτρας. Έτσι κι αλλιώς, οι περισσότεροι από τους εργάτες ήταν αγράμματοι και δεν καταλάβαιναν ούτε τα κείμενα ούτε τα σχεδιαγράμματα των οικοδόμων. Το «μηχανικό ομοίωμα» ήταν μεγάλο όσο μερικά αρχοντικά.

Όταν κάθε βασιλιάς ή βασίλισσα διέθετε το δικό του παλάτι, για ποιον λόγο η Έδρα της Άμερλιν θα έπρεπε να είναι τόσο υποβαθμισμένη και τα δωμάτιά της μόλις λίγο καλύτερα από των απλών αδελφών; Το παλάτι της θα έπρεπε να είναι εφάμιλλο του Λευκού Πύργου σε μεγαλοπρέπεια και να έχει έναν τεράστιο οβελίσκο, δέκα πιθαμές ψηλότερο από τον ίδιο τον Πύργο. Ο αρχιοικοδόμος είχε χλωμιάσει μόλις το άκουσε. Το παλάτι το είχαν κτίσει Ογκιρανοί με τη βοήθεια αδελφών που χρησιμοποιούσαν τη Δύναμη. Ωστόσο, μια ματιά στην έκφραση της Ελάιντα ήταν αρκετή για να αναγκάσει τον Αρχιτεχνίτη Λέρμαν σε γονυκλισία και να της ψελλίσει πως όλα θα γίνονταν σύμφωνα με την επιθυμία της. Λες κι υπήρχε περίπτωση για το αντίθετο.

Έσφιξε το στόμα της από αγανάκτηση. Ήθελε ξανά να έχει στη δούλεψή της Ογκιρανούς οικοδόμους, αλλά για κάποιον λόγο οι Ογκιρανοί βρίσκονταν κλεισμένοι στα στέντιγκ τους. Οι κλητεύσεις της προς το κοντινότερο, το Στέντιγκ Ζεντουάν, στους Μαύρους Λόφους, έπεσαν πάνω σε ένα τείχος άρνησης. Ευγενική μεν, αλλά άρνηση, χωρίς καμιά εξήγηση ακόμα κι απέναντι στην Έδρα της Άμερλιν. Οι Ογκιρανοί ήταν απομονωμένοι. Ίσως πάλι να αποτραβιούνταν από έναν κόσμο γεμάτο ταραχές, να έμεναν παράμερα από τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων.