Выбрать главу

Όλοι τους έμειναν άκαμπτοι καθώς ένας νεαρός Σόβιν Νάι εμφανίστηκε από πάνω τους, χαμηλώνοντας τον κεφαλόδεσμό του ενώ κατέβαινε. Ήρθε κατευθείαν προς το μέρος της, όπως ήταν σωστό, αλλά ύψωσε τη φωνή του κάμποσο, έτσι ώστε να ακούνε όλοι, κι αυτό την εκνεύρισε. «Ένας από τους προχωρημένους ανιχνευτές τους το έσκασε. Πληγώθηκε, αλλά παρέμεινε καβάλα στο άλογο».

Οι ηγέτες κινήθηκαν προτού ο νεαρός ολοκληρώσει ό,τι είχε να πει. Αυτό πήγαινε πολύ. Ήταν αποφασισμένοι για αληθινή μάχη -η Σεβάνα ουδέποτε είχε κρατήσει λόγχη στο χέρι της— αλλά δεν θα τους άφηνε στιγμή να ξεχάσουν ποια ήταν. «Χτυπήστε τους με όσα δόρατα διαθέτουμε», τους διέταξε φωναχτά, «προτού προλάβουν να αντιδράσουν». Έκαναν κύκλο γύρω της, σαν ένας.

«Με όσα δόρατα;» ρώτησε δύσπιστα ο Μπέντουιν. «Εκτός από την εμπροσθοφυλακή θα εννοείς...»

Ο Μάερικ, βλοσυρός, πήρε το λόγο. «Αν δεν έχουμε εφεδρείες, θα...»

Η Σεβάνα δεν τους άφησε να συνεχίσουν. «Θα χρησιμοποιηθεί κάθε δόρυ! Έχουμε να κάνουμε με Άες Σεντάι και πρέπει να τις τσακίσουμε το γρηγορότερο!» Η Έφαλιν, όπως κι οι περισσότερες, την κοίταξαν ανέκφραστες, αλλά ο Μπέντουιν κι ο Μάερικ συνοφρυώθηκαν, έτοιμοι να λογομαχήσουν μαζί της. Ηλίθιοι. Έρχονταν αντιμέτωποι με μερικές δεκάδες Άες Σεντάι και με λίγες εκατοντάδες στρατιώτες των υδατοχωρών κι ωστόσο, με περισσότερους από σαράντα χιλιάδες αλγκάι'ντ'σισβάι, τους οποίους επέμεναν να πάρουν μαζί, εξακολουθούσαν να θέλουν να κρατήσουν εφεδρεία την εμπροσθοφυλακή, τους ανιχνευτές και τα δόρατα, λες κι αντιμετώπιζαν άλλους Αελίτες ή ολόκληρο στρατό των υδατοχωρών. «Μιλάω ως ηγέτης της φυλής των Σάιντο». Δεν ήταν αναγκαίο να το αναφέρει, αλλά μια υπενθύμιση δεν έβλαπτε. «Οι αντίπαλοί μας είναι μια χούφτα». Η κάθε της λέξη ήταν γεμάτη περιφρόνηση τώρα. «Αν οι λόγχες μας κινηθούν γοργά, θα τους κατατροπώσουμε. Με την αυγή, ήσασταν έτοιμοι να πάρετε εκδίκηση για την Ντεσαίν. Μήπως μυρίζομαι φόβο τώρα; Φόβο για μερικούς υδρόβιους πολεμιστές; Πού πήγε η τιμή των Σάιντο;»

Τα λόγια της έκαναν τα πρόσωπά τους σκληρά σαν πέτρα. Αυτός ήταν κι ο σκοπός της. Ακόμα και τα μάτια της Έφαλιν, κάτω από το πέπλο, έμοιαζαν με στιλπνά πετράδια. Έκανε με τα δάχτυλά της τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό μιας Κόρης και, καθώς οι πολεμικοί ηγέτες όρμησαν προς το ύψωμα, οι Κόρες που είχαν κάνει κύκλο γύρω από τη Σεβάνα τούς ακολούθησαν. Δεν σκόπευε να συμβεί ακριβώς αυτό, αλλά, αν μη τι άλλο, οι λόγχες ήταν έτοιμες να δράσουν. Ακόμα κι από τον πυθμένα του διάσελου έβλεπε το γυμνό έδαφος να ξερνάει καντιν'σόρ - ντυμένες φιγούρες που κάλπαζαν βιαστικά προς τα νότια με δρασκελιές που θα μπορούσαν να εξουθενώσουν τα άλογα. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Με τη σκέψη ότι κάποια στιγμή έπρεπε να πει δυο κουβέντες με την Έφαλιν, η Σεβάνα στράφηκε προς τις Σοφές.

Διαλεγμένες ανάμεσα στις ισχυρότερες των Σοφών του Σάιντο, που είχαν τη δυνατότητα να χαλιναγωγήσουν τη Μία Δύναμη, υπήρχαν έξι ή εφτά για κάθε Άες Σεντάι γύρω από τον Ραντ αλ'Θόρ, ωστόσο η Σεβάνα διέκρινε την αμφιβολία στη ματιά τους. Προσπαθούσαν να την κρύψουν πίσω από πέτρινα πρόσωπα, αλλά ήταν παρούσα στις πεταχτές ματιές και στις γλώσσες που ύγραιναν τα χείλη. Πολλές παραδόσεις χάνονταν σήμερα, παραδόσεις παλιές κι ισχυρές όπως ο νόμος. Οι Σοφές δεν έπαιρναν μέρος στις μάχες και κρατούσαν τις αποστάσεις από τις Άες Σεντάι. Γνώριζαν τις αρχαίες διηγήσεις, ότι οι Αελίτες είχαν σταλεί στην Τρίπτυχη Γη επειδή διέψευσαν τις προσδοκίες των Άες Σεντάι κι ότι θα τους κατέστρεφαν αν τις διέψευδαν ξανά. Είχαν ακούσει τις ιστορίες, κάτι που είχε ισχυριστεί ο Ραντ αλ'Θόρ ενώπιον όλων, ότι, ως μέρος των υπηρεσιών τους προς τις Άες Σεντάι, οι Αελίτες είχαν ορκιστεί αποχή από τη βία.

Κάποτε, η Σεβάνα ήταν σίγουρη πως όλα αυτά ήταν ψέματα, αλλά τελευταία πίστευε ότι οι Σοφές θεωρούσαν πως ήταν αλήθεια. Δεν της το είχε αναφέρει κανείς, φυσικά, μα δεν είχε σημασία. Η ίδια δεν είχε ταξιδέψει ποτέ δύο φορές προς το Ρουίντιαν, όπως απαιτείτο για να γίνεις Σοφή, όμως οι άλλοι την είχαν δεχτεί, άσχετα με το αν μερικοί είχαν δείξει αρκετή απροθυμία. Τώρα, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να την αποδεχτούν. Από τις άχρηστες παραδόσεις θα ξεπηδούσαν καινούργιες.