Выбрать главу

«Άες Σεντάι», είπε ήρεμα. Έγειραν προς το μέρος της για να ακούσουν τα χαμηλόφωνα λόγια της, ενώ τα βραχιόλια και τα περιδέραια κροτάλισαν σιγανά. «Κρατάνε τον Ραντ αλ'Θόρ, τον Καρ'α'κάρν. Πρέπει να τους τον πάρουμε». Εδώ κι εκεί, μερικές στραβομουτσούνιασαν. Οι περισσότερες πίστευαν πως ήθελε τον Καρ'α'κάρν ζωντανό για να εκδικηθεί το θάνατο του Κουλάντιν, του δεύτερου συζύγου της. Το καταλάβαιναν, αλλά δεν ήταν λόγος αυτός για να έρθουν εδώ. «Άες Σεντάι», σφύριξε η Σεβάνα αγριεμένη. «Εμείς κρατήσαμε τις υποσχέσεις μας, αλλά αυτές τις καταπάτησαν. Δεν παραβιάσαμε τίποτα, ενώ αυτές παραβίασαν τα πάντα. Γνωρίζετε με ποιο τρόπο δολοφονήθηκε η Ντεσαίν». Φυσικά και το γνώριζαν. Οι ματιές τους έγιναν ξαφνικά κοφτερές. Ο φόνος μιας Σοφής ισοδυναμούσε με το φόνο μια εγκύου, ενός παιδιού ή ενός σιδηρουργού. Κάποιες από αυτές τις ματιές ήταν ιδιαίτερα κοφτερές, όπως της Θεράβα, της Ριάλ και μερικών άλλων. «Αν επιτρέψουμε σε αυτές τις γυναίκες να ξεφύγουν, θα καταντήσουμε άτιμοι, χειρότεροι από ζώα. Εγώ, όμως, θα κρατήσω την τιμή μου».

Λέγοντας αυτά, μάζεψε τον ποδόγυρό της με αξιοπρέπεια και, με το κεφάλι ψηλά, σκαρφάλωσε την πλαγιά χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ήταν σίγουρη πως οι υπόλοιπες θα την ακολουθούσαν. Θα το φρόντιζαν η Θεράβα, η Νόρλια κι η Ντάιλιν, και θα ακολουθούσαν η Ριάλ, η Τίον κι η Μέιρα μαζί με τις υπόλοιπες που την είχαν συνοδέψει μερικές μέρες πριν για να δει τον Ραντ αλ'Θόρ αποκαμωμένο και τοποθετημένο από τις Άες Σεντάι μέσα στην ξύλινη κασέλα του. Η υπενθύμισή της αφορούσε αυτές τις δεκατρείς, πολύ περισσότερο από τις άλλες, και δεν τολμούσαν να την απογοητεύουν. Η αλήθεια σχετικά με το θάνατο της Ντεσαίν ήταν ένας πανίσχυρος δεσμός ανάμεσα στη Σεβάνα και τις Σοφές.

Οι Σοφές, με τις φούστες τυλιγμένες γύρω από τα μπράτσα τους για να κρατάνε ελεύθερα τα πόδια τους, αδυνατούσαν να προφτάσουν μια αλγκάι'ντ'σισβάι που φορούσε καντιν'σόρ, όσο γρήγορα και να έτρεχαν, παρ' όλο που έβαζαν τα δυνατά τους. Διέσχισαν πέντε μίλια σε αυτούς τους χαμηλούς, κυματιστούς λόφους, όχι μεγάλη απόσταση, κι υπερπήδησαν μια κορυφή προτού παρατηρήσουν πως ο χορός των λογχών είχε ήδη αρχίσει. Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή.

Χιλιάδες αλγκάι'ντ'σισβάι σχημάτιζαν μια τεράστια λίμνη καφέ και γκρίζων πέπλων, που έκλεινε γύρω από έναν κύκλο από καρότσες των κατοίκων των υδατοχωρών, ο οποίος, με τη σειρά του, περιέκλειε μια μικρή αρμαθιά δέντρων που στιγμάτιζαν εδώ κι εκεί την περιοχή. Η Σεβάνα πήρε θυμωμένη μια ανάσα. Οι Άες Σεντάι είχαν το χρόνο να φέρουν στο εσωτερικό όλα τους τα άλογα. Οι λόγχες κύκλωναν ασφυκτικά τις καρότσες, ενώ τα βέλη έπεφταν βροχή, αλλά αυτοί που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή έμοιαζαν να στοιβάζονται πάνω σε έναν αόρατο τοίχο. Αρχικά, τα βέλη που σημάδευαν ψηλά περνούσαν πάνω από αυτόν τον τοίχο, αλλά ύστερα κι αυτά ακόμα φάνηκαν να χτυπάνε πάνω σε κάτι αόρατο και να αναπηδουν πίσω. Ένα χαμηλόφωνο μουρμουρητό απλώθηκε ανάμεσα στις Σοφές.

«Βλέπετε τι κάνουν οι Άες Σεντάι;» τις ρώτησε απαιτητικά η Σεβάνα, λες και παρατηρούσε κι αυτή την ύφανση της Μίας Δύναμης. Είχε την επιθυμία να σαρκάσει. Οι Άες Σεντάι ήταν κουτές, με αυτή την κομπορρημοσύνη των Τριών Όρκων. Όταν τελικά αποφάσιζαν να κάνουν χρήση της Μίας Δύναμης ως όπλου παρά ως φράγματος, θα ήταν πολύ αργά. Με την προϋπόθεση πως οι Σοφές δεν θα παρέμεναν για πολλή ώρα ακόμα να τις κοιτάζουν ακίνητες κι άπρακτες. Σε κάποια από αυτές τις καρότσες βρισκόταν ο Ραντ αλ'Θόρ, πιθανόν κουλουριασμένος ακόμα στην κασέλα, σαν ένας μπόγος από μετάξι, περιμένοντας τη να τον πάρει από εκεί. Αν οι Άες Σεντάι είχαν την ικανότητα να τον κρατήσουν, το ίδιο μπορούσε να κάνει κι εκείνη με τη βοήθεια των Σοφών. Και μια υπόσχεση. «Θεράβα, πάρε τις μισές και τράβα δυτικά. Να είσαι έτοιμη να χτυπήσεις ύστερα από μένα. Για την Ντεσαίν και για το τοχ που μας χρωστάνε οι Άες Σεντάι. Θα τις αναγκάσουμε να το αντιμετωπίσουν όπως δεν το έκανε ποτέ κανένας μέχρι τώρα».

Ήταν μια ανόητη καυχησιά να αναφέρεται στον εξαναγκασμό κάποιου να αντιμετωπίσει ένα καθήκον το οποίο δεν είχαν αναγνωρίσει, ωστόσο, τα αγριεμένα μουρμουρητά που ακούγονταν από τις άλλες γυναίκες, έκαναν τη Σεβάνα να καταλάβει ότι κι οι άλλες ορκίζονταν οργισμένες πως θα ανάγκαζαν τις Άες Σεντάι να αντιμετωπίσουν το τοχ. Μονάχα αυτές που είχαν σκοτώσει την Ντεσαίν παρέμεναν σιωπηλές, με διαταγή της Σεβάνα. Τα στενά χείλη της Θεράβα σφίχτηκαν ελαφρά, αλλά τελικά μίλησε. «Θα γίνει όπως επιθυμείς, Σεβάνα».

Με απαλές δρασκελιές, η Σεβάνα οδήγησε τις μισές Σοφές στην ανατολική μεριά της μάχης, αν μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει έτσι. Επιθυμούσε να παραμείνει στο ύψωμα για να έχει καλή ορατότητα -αυτός ήταν κι ο τρόπος που ο αρχηγός μιας φυλής ή ο πολέμαρχος διηύθυνε το χορό των λογχών- αλλά σε αυτή της την επιθυμία δεν βρήκε υποστήριξη, ούτε ακόμα από τη Θεράβα κι όσες μοιράζονταν το μυστικό του θανάτου της Ντεσαίν. Οι Σοφές έκαναν έντονη αντίθεση με τις αλγκάι'ντ'σισβάι, καθώς ήταν παραταγμένες με τις λευκές αλγκόντ φόρμες και τις σκούρες μάλλινες φούστες κι εσάρπες, καθώς και με τα απαστράπτοντα βραχιόλια και περιδέραια, ενώ τα μαλλιά τους, που έφταναν μέχρι τη μέση τους, ήταν πιασμένα με μαύρες, διπλωμένες μαντίλες. Παρά τη σθεναρή τους απόφαση να συμμετάσχουν πλήρως στον χορό των λογχών, η Σεβάνα δεν πίστευε πως οι Σοφές αντιλαμβάνονταν επαρκώς ότι η πραγματική μάχη σήμερα θα δινόταν από τις ίδιες. Από την επόμενη μέρα κιόλας, τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο και το να καταφέρει να αλυσοδέσει τον Ραντ αλ'Θόρ ήταν το λιγότερο.