Выбрать главу

Η Ελάιντα έδιωξε αποφασιστικά από το μυαλό της τους Ογκιρανούς. Υπερηφανευόταν πως δεν παρασυρόταν ποτέ σε φαντασιώσεις. Οι Ογκιρανοί ήταν πια ασήμαντοι. Δεν έπαιζαν κανέναν ρόλο στα δρώμενα του κόσμου, εκτός από τις πόλεις που είχαν χτίσει πριν από τόσο καιρό και που, μια στο τόσο, τις επισκέπτονταν για επισκευές.

Οι άντρες που σέρνονταν σαν τα έντομα κάτω από τα πόδια της την έκαναν να συνοφρυωθεί ελαφρά. Οι κατασκευές προχωρούσαν με αργούς ρυθμούς. Μπορεί οι Ογκιρανοί να ήταν τελειωμένη υπόθεση, αλλά η χρήση της Μίας Δύναμης δεν έπρεπε να αποκλειστεί. Ελάχιστες αδελφές κατείχαν τη δύναμη να υφαίνουν τη Γη, αλλά δεν χρειαζόταν και τόσο πολλή για να ενδυναμώσουν την πέτρα ή για να τη δεσμεύσουν. Ναι! Με τα μάτια του μυαλού της έβλεπε το παλάτι τελειωμένο, τους γεμάτους κιονοστοιχίες διαδρόμους και τους τεράστιους θόλους να λάμπουν με χρυσαφιές αποχρώσεις και τον οβελίσκο να υψώνεται ως τα ουράνια... Η ματιά της ανέβηκε στον ασυννέφιαστο ουρανό, εκεί που θα ορθωνόταν ο οβελίσκος, κι άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό. Ναι! Θα έδινε εντολές σήμερα κιόλας.

Το ρολόι του πύργου, τοποθετημένο σε μια προθήκη στο δωμάτιο που βρισκόταν πίσω της, σήμανε την Τρίτη Αφύπνιση, ενώ μια κωδωνοκρουσία από γκονγκ και καμπάνες αντήχησε σε όλη την πόλη. Ο ήχος έφτανε αμυδρός εδώ πάνω. Χαμογελώντας, η Ελάιντα απομακρύνθηκε από το παράθυρο, έσιαξε το σκιστό κόκκινο φόρεμα από απαλό μετάξι και τακτοποίησε στους ώμους της το πλατύ ραβδωτό επιτραχήλιο της Έδρας της Άμερλιν.

Στο διακοσμημένο επίχρυσο ρολόι, μικροσκοπικές φιγούρες από χρυσάφι, ασήμι και σμάλτο κινήθηκαν σε αρμονία με τους ήχους. Στο πρώτο επίπεδο, κερασφόροι Τρόλοκ με μεγάλα ρύγχη τρέπονταν σε φυγή στην παρουσία κάποιων Άες Σεντάι που φορούσαν μανδύες. Σε ένα άλλο επίπεδο, κάποιος άντρας που συμβόλιζε έναν ψεύτικο Δράκοντα πάσχιζε να αποκρούσει ασημένιους κεραυνούς, οι οποίοι, προφανώς, εκτοξεύονταν από μια δεύτερη αδελφή. Και, πάνω από το καντράν του ρολογιού, αρκετά ψηλότερα από το κεφάλι της, ένας εστεμμένος βασιλιάς και μια βασίλισσα γονάτιζαν μπρος στην Έδρα της Άμερλιν με το επισμαλτωμένο επιτραχήλιο, με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον σκαλισμένη σε μια τεράστια φεγγαρόπετρα, τοποθετημένη σε μια χρυσή αψίδα πάνω από το κεφάλι της.

Δεν γελούσε συχνά, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαρούμενο γελάκι στο άκουσμα του ήχου του ρολογιού. Η Σεμάιλε Σόρενθεν, μεγαλωμένη στο Γκρίζο Άτζα, ονειρευόταν την επιστροφή στις μέρες πριν από τους Πολέμους των Τρόλοκ, όταν κανείς άρχοντας δεν είχε δικαίωμα θρόνου χωρίς την έγκριση του Πύργου. Ωστόσο, τα σχέδια της Σεμάιλε έπεσαν στο κενό, όπως κι η ίδια, κι επί τρεις αιώνες το ρολόι παρέμενε σε μια σκονισμένη αποθήκη, ως κάτι ντροπιαστικό που κανείς δεν τολμούσε να επιδείξει. Μέχρι που ήρθε η Ελάιντα. Ο Τροχός του Χρόνου γύρισε. Όσα υπήρχαν κάποτε θα μπορούσαν να υπάρξουν και στο μέλλον. Έπρεπε να υπάρξουν.

Το ρολόι της προθήκης αντιστάθμισε την πόρτα που οδηγούσε στο καθιστικό καθώς και στο υπνοδωμάτιο και στο μπουντουάρ, λίγο πιο πέρα. Πανέμορφες ταπετσαρίες, χρωματιστά σχέδια από το Δάκρυ, το Κάντορ και το Άραντ Ντόμαν, με χρυσαφιές κι ασημιές κλωστές να λαμπυρίζουν ανάμεσα στις απλές βαφές, κρέμονταν αντικριστά η μία στην άλλη. Ανέκαθεν της άρεσε η τάξη. Το χαλί, που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του πλακόστρωτου πατώματος, είχε έρθει από το Τάραμπον, σε πρασινοκόκκινο και χρυσό καμβά. Τα πολυτιμότερα χαλιά ήταν τα μεταξένια. Σε κάθε γωνιά του δωματίου, ένας μαρμάρινος πλίνθος, σκαλισμένος με ανεπιτήδευτες κάθετες χαρακιές, είχε στην κορυφή του ένα λευκό βάζο από εύθραυστη πορσελάνη των Θαλασσινών με δύο δωδεκάδες κόκκινα ρόδα τοποθετημένα προσεκτικά. Με τόση ξηρασία και ζέστη, απαιτείτο οπωσδήποτε η χρήση της Μίας Δύναμης για να ανθίσουν τα λουλούδια αυτά. Κατά τη γνώμη της, άξιζε τον κόπο. Επιχρυσωμένα σκαλίσματα κάλυπταν το μοναδικό κάθισμα —κανείς δεν επιτρεπόταν να είναι καθιστός παρουσία της- και το γραφείο, αλλά στο άχαρο στυλ της Καιρχίν. Πράγματι, το δωμάτιο ήταν αρκετά απλό, με το ταβάνι μόλις δύο πιθαμές ψηλά, αλλά έκανε τη δουλειά του μέχρι να ετοιμαστεί το παλάτι της. Η θέα, άλλωστε, θα την αποζημίωνε.

Η σκαλισμένη σε φεγγαρόπετρες Φλόγα της Ταρ Βάλον στην ψηλή ράχη του καθίσματος ξεχώριζε, καθώς η Ελάιντα έγειρε επάνω του το μελαχρινό της κεφάλι. Τίποτα δεν «διατάρασσε» τη στιλπνή επιφάνεια του γραφείου, εκτός από τρία λουστραρισμένα κουτιά από την Αλτάρα που ήταν τοποθετημένα επάνω του. Άνοιξε το κουτί που απεικόνιζε χρυσά γεράκια ανάμεσα σε λευκά σύννεφα και πήρε μια λεπτό φύλλο χαρτιού από την κορυφή ενός σωρού αναφορών κι αλληλογραφίας που βρισκόταν στο εσωτερικό.