«Είναι νεκρός», απάντησε ο Ραντ, κι ο Ντασίβα ανάσανε με ανακούφιση.
«Η πόλη μάς ανήκει», συνέχισε ο Μπασίρε. «Ή, μάλλον, σου ανήκει». Γέλασε ξαφνικά. «Οι αψιμαχίες σταμάτησαν απότομα από τη στιγμή που οι κατάλληλοι άνθρωποι αντιλήφθηκαν πως ήσουν εσύ. Σε τελική ανάλυση, δεν έγινε και τίποτα». Το ξεραμένο αίμα είχε σχηματίσει μια σκούρα κηλίδα στο σκισμένο μανίκι του πανωφοριού του. «Το Συμβούλιο ανυπομονούσε να γυρίσεις. Λαχταρούσε, θα έλεγα», πρόσθεσε με ένα πικρόχολο χαμόγελο.
Οκτώ ιδρωμένοι άντρες στέκονταν στην άλλη άκρη της αίθουσας του θρόνου από τη στιγμή που είχε μπει μέσα ο Ραντ. Φορούσαν σκούρα μεταξένια πανωφόρια με χρυσά ή ασημένια κεντήματα στα πέτα και στα μανίκια και χυτές δαντέλες στον λαιμό και στους καρπούς. Μερικοί είχαν γενειάδα που άφηνε γυμνό το πάνω μέρος του χείλους, αλλά ο καθένας τους είχε μια πλατιά ζώνη από πράσινο μετάξι γερτή πάνω στο στήθος του, με εννέα χρυσές μέλισσες κεντημένες επάνω της.
Ο Μπασίρε τούς έκανε νόημα κι αυτοί προχώρησαν μπροστά, υποκλινόμενοι στον Ραντ σε κάθε τρίτο βήμα, λες και φορούσε τα πιο κομψά ρούχα του κόσμου. Ένας ψηλός άντρας έμοιαζε να είναι ο αρχηγός, ένας στρογγυλομούρης τύπος με γενάκι, με μια αξιοπρέπεια που έμοιαζε φυσική, αν και κηλιδωμένη από ανησυχία. «Άρχοντα Δράκοντα», είπε, υποκλινόμενος ξανά και τοποθετώντας τα δύο του χέρια στο σημείο της καρδιάς. «Συγχώρεσέ με, αλλά ο Άρχοντας Μπρεντ δεν βρέθηκε πουθενά, και...»
«Δεν θα βρεθεί», απάντησε ξερά ο Ραντ.
Ένας μυς συσπάστηκε πάνω στο πρόσωπο του άντρα από τον τόνο της φωνής του Ραντ και ξεροκατάπιε. «Όπως ορίζεις, Άρχοντα Δράκοντα», μουρμούρισε. Είμαι ο Άρχοντας Γκρέγκοριν ντεν Λούσενος, Άρχοντα Δράκοντα. Απουσία του Άρχοντα Μπρεντ, ομιλώ εκ μέρους του Συμβουλίου των Εννέα. Σου προσφέρουμε...» Το χέρι του που είχε αφημένο στο πλευρό κινήθηκε ζωηρά προς το μέρος ενός κοντύτερου σπανού άντρα, ο οποίος βγήκε μπροστά κουβαλώντας ένα μαξιλάρι καλυμμένο με ένα ύφασμα από πράσινο μετάξι. «...σου προσφέρουμε το Ίλιαν». Ο κοντύτερος άντρας τράβηξε το ύφασμα αποκαλύπτοντας ένα βαρύ χρυσό στολίδι, δύο ίντσες πλατύ και φτιαγμένο από φύλλα δάφνης. «Η πόλη σού ανήκει», συνέχισε ανήσυχα ο Γκρέγκοριν. «Θέσαμε τέλος σε κάθε είδους αντίσταση. Σου προσφέρουμε την κορώνα, τον θρόνο κι ολάκερη την πόλη του Ίλιαν».
Ο Ραντ κοίταξε το στέμμα πάνω στο μαξιλάρι χωρίς να κινεί τον παραμικρό μυώνα στο κορμί του. Ο κόσμος νόμιζε πως ήθελε να γίνει βασιλιάς στο Δάκρυ, φοβόταν μήπως τα κατάφερνε στην Καιρχίν και στο Άντορ, αλλά κανείς μέχρι τώρα δεν του είχε προσφέρει ένα στέμμα. «Για ποιον λόγο; Τόσο πολύ επιθυμεί ο Μάτιν Στεπάνεος να εγκαταλείψει τον θρόνο του;»
«Ο Βασιλιάς Μάτιν εξαφανίστηκε πριν από δύο μέρες», είπε ο Γκρέγκοριν. «Κάποιοι από μας φοβούνταν... πως ο Άρχοντας Μπρεντ είχε κάποια σχέση με αυτό. Ο Μπρεντ έχει...» Σταμάτησε για λίγο για να ξεροκαταπιεί. «...έχει μεγάλη επιρροή στον βασιλιά, πολύ μεγάλη σύμφωνα με τις γνώμες μερικών, αλλά τους τελευταίους μήνες η προσοχή του ήταν στραμμένη αλλού κι ο Μάτιν είχε αρχίσει να επιβάλλεται ξανά».
Λωρίδες από τα βρώμικα μανίκια του και κουρέλια από την πουκαμίσα του κρεμάστηκαν, καθώς ο Ραντ άπλωσε το χέρι του να πιάσει τη Δάφνινη Κορώνα. Ο Δράκοντας που ήταν τυλιγμένος γύρω από τον πήχυ του έλαμπε κάτω από το φως των φανών τόσο όσο το χρυσό στέμμα. Στριφογύρισε την κορώνα στα χέρια του. «Ακόμα δεν μου αποκαλύψατε τον λόγο. Μήπως επειδή σας κατέκτησα;» Είχε κατακτήσει το Δάκρυ και την Καιρχίν, αλλά όλο και κάποιοι στρέφονταν εναντίον του και στις δύο περιοχές. Ωστόσο, δεν φαινόταν να υπάρχει άλλος τρόπος.
«Εν μέρει, ναι», είπε ξερά ο Γκρέγκοριν. «Θα μπορούσαμε, βέβαια, να διαλέξουμε κι έναν από μας. Και στο παρελθόν είχαν υπάρξει βασιλιάδες που προέρχονταν από το Συμβούλιο. Όμως, οι παραγγελίες τροφίμων που έκανες για να σταλούν από το Δάκρυ έφεραν την υπογραφή σου, δόξα στο Φως. Χωρίς αυτές, πολλοί θα είχαν πεθάνει από λιμοκτονία. Ο Μπρεντ φρόντισε κάθε φραντζόλα ψωμί να μοιραστεί στους στρατώνες».
Ο Ραντ βλεφάρισε και τράβηξε το χέρι του από την κορώνα για να βυζάξει ένα τρυπημένο δάχτυλο. Σχεδόν θαμμένες κάτω από τα φύλλα της δάφνης, υπήρχαν οι μυτερές αιχμές των σπαθιών. Πριν από πόσο καιρό, άραγε, είχε προστάξει τους Δακρυνούς να πουλήσουν τρόφιμα στον αρχαίο τους εχθρό ή να πεθάνουν αν αρνηθούν; Δεν είχε αντιληφθεί πως συνέχιζαν να το κάνουν ενόσω αυτός ετοιμαζόταν να εισβάλει στο Ίλιαν. Ίσως φοβούνταν να ανακινήσουν το θέμα, αλλά φοβούνταν και να σταματήσουν. Ίσως, τελικά, να έπαιρνε δικαιωματικά το στέμμα.
Τοποθέτησε μαλακά το κυκλικό στολίδι με τα φύλλα της δάφνης στο κεφάλι του. Τα μισά ξίφη ήταν στραμμένα προς τα επάνω και τα μισά προς τα κάτω. Σε κανένα κεφάλι δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί περιστασιακά αυτή η κορώνα.