Выбрать главу

«Είσαι σίγουρη πως είναι συνετό κάτι τέτοιο; Οι φήμες ότι υπάρχουν χιλιάδες άντρες είναι ανυπόστατες μεν, αλλά μια Πράσινη πράκτορας στο Κάεμλυν ισχυρίζεται πως βρίσκονται πάνω από τετρακόσιοι σ' αυτόν τον Μαύρο Πύργο. Έξυπνη. Φαίνεται πως μετρούσε τα καρότσια με τα εφόδια που έβγαιναν από την πόλη. Φαντάζομαι πως θα είσαι ενήμερη και για τη φήμη ότι ο Μάζριμ Τάιμ βρίσκεται μαζί τους».

Η Ελάιντα πάλεψε ώστε να μη φανεί κάποια σύσπαση στα χαρακτηριστικά της, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε απαγορεύσει ρητά την αναφορά στο όνομα αυτό κι ήταν πολύ οδυνηρό που δεν τολμούσε —δεν τολμούσε!— να τιμωρήσει την Αλβιάριν. Η γυναίκα την κοίταξε κατάματα. Η απουσία της τυπικής λέξης «Μητέρα» ήταν χαρακτηριστική αυτή τη φορά, όπως χαρακτηριστικό ήταν και το θράσος της να τη ρωτήσει αν οι πράξεις της ήταν συνετές! Ήταν η Έδρα της Άμερλιν! Ούτε καν πρώτη ανάμεσα σε ίσες, αλλά η ίδια η Έδρα της Άμερλιν!

Άνοιξε το μεγαλύτερο από τα λουστραρισμένα κουτιά, αποκαλύπτοντας μερικές σκαλιστές μινιατούρες από ελεφαντόδοντο, ακουμπισμένες πάνω σε ένα γκρίζο βελούδο. Πολλές φορές την ηρεμούσε να χαϊδεύει τη συλλογή της, ενώ άλλες -όπως συνήθιζε να κάνει και με το πλέξιμο- άφηνε τον επισκέπτη να καταλάβει κατά πόσον έδινε περισσότερη σημασία στις ασχολίες της παρά σε αυτά που της έλεγε. Ψηλάφισε πρώτα μια λεπτοδουλεμένη γάτα, κομψή και χυτή, κι ύστερα μια περίτεχνη γυναίκα με χλαμύδα, που είχε κουρνιασμένο στον ώμο της ένα παράξενο μικρό ζώο, προφανώς αποκύημα της φαντασίας του γλύπτη, κάτι σαν τριχωτός άντρας. Τελικά, η Ελάιντα διάλεξε ένα κυρτό ψάρι, τόσο ντελικάτα σκαλισμένο ώστε έμοιαζε σχεδόν αληθινό παρά την κιτρινωπή απόχρωση του χρόνου πάνω στο ελεφαντόδοντο.

«Ένας όχλος τετρακοσίων, Αλβιάριν», είπε. Αισθανόταν ήδη πιο ήρεμη, μια και το στόμα της Αλβιάριν είχε γίνει σαν χαρακιά. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά απολάμβανε την κάθε ρυτίδα που σχηματιζόταν πάνω στην όψη της άλλης γυναίκας. «Αν είναι και τόσοι. Μόνο ένας τρελός θα πίστευε πως πάνω από ένας, το πολύ δύο, έχουν την ικανότητα της διαβίβασης. Το πολύ! Μέσα σε δέκα χρόνια έχουμε βρει μονάχα έξι άντρες με αυτήν την ικανότητα. Εικοσιτέσσερις τα τελευταία είκοσι χρόνια. Και ξέρεις πόσο εξονυχιστικά έχει ερευνηθεί όλη η περιοχή. Όσον αφορά στον Τάιμ...» Το όνομα φάνηκε να της καίει το στόμα. Ο μοναδικός ψεύτικος Δράκοντας που δραπέτευσε και που κάποτε ειρηνεύτηκε στα χέρια μιας Άες Σεντάι. Δεν ήταν κάτι που θα ήθελε να καταγραφεί στα Χρονικά κατά τη διάρκεια της εξουσίας της, τουλάχιστον όχι μέχρις ότου αποφάσιζε η ίδια με ποιον τρόπο θα καταγραφόταν. Προς το παρόν, τα Χρονικά δεν ανέφεραν τίποτα πέραν της αιχμαλωσίας του.

Με τον αντίχειρά της χάιδεψε τις φολίδες του ψαριού. «Είναι νεκρός, Αλβιάριν, ειδάλλως θα είχε κάνει γνωστή την παρουσία του προ πολλού. Κι όχι υπηρετώντας τον αλ'Θόρ. Φαντάσου ότι, από εκεί που ισχυριζόταν πως είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, κατέληξε να υπηρετεί τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Μπορείς να διανοηθείς πως βρίσκεται στο Κάεμλυν χωρίς να προσπαθεί να τον σκοτώσει ο Ντάβραμ Μπασίρε, αν μη τι άλλο;» Ο αντίχειράς της κινήθηκε ταχύτερα πάνω στο ψάρι από ελεφαντόδοντο καθώς υπενθύμισε στον εαυτό της πως ο Τελετάρχης Στρατηγός της Σαλδαία βρισκόταν στο Κάεμλυν, λαμβάνοντας διαταγές από τον αλ'Θόρ. Τι καμωνόταν η Τενόμπια; Η Ελάιντα δεν εξωτερίκευσε τις σκέψεις της και το πρόσωπό της παρέμεινε ήρεμο σαν τις λαξευτές μινιατούρες της.

«Το εικοσιτέσσερα είναι επικίνδυνο νούμερο για να το λέμε φωναχτά», είπε η Αλβιάριν χαμηλόφωνα κι απειλητικά. «Το ίδιο επικίνδυνο σαν να λέμε δύο χιλιάδες. Τα Χρονικά καταγράφουν μόνο δεκαέξι. Το τελευταίο πράγμα που θα θέλαμε τώρα είναι να αναβιώσουν εκείνα τα χρόνια, κι οι αδελφές, οι οποίες ξέρουν μονάχα όσα τους έχουν πει, να μάθουν την αλήθεια. Ακόμα κι αυτές που έφερες πίσω σωπαίνουν».

Η Ελάιντα φάνηκε να σαστίζει. Απ' όσο ήξερε, η Αλβιάριν είχε μάθει την αλήθεια για εκείνα τα χρόνια επειδή ανατράφηκε ως Τηρήτρια, αλλά η δική της γνώση ήταν περισσότερο προσωπική. Η Αλβιάριν δεν ήξερε τίποτα με σιγουριά. «Ό,τι και να γίνει, κόρη μου, δεν φοβάμαι. Ποιος θα τολμήσει να επιβάλει κάποια τιμωρία σε μένα και με ποια κατηγορία;» Με τα λόγια αυτά απέφυγε εύκολα την αλήθεια, αλλά η άλλη γυναίκα προφανώς δεν εντυπωσιάστηκε.

«Τα Χρονικά καταγράφουν την περίπτωση μερικών Άμερλιν που για κάποιον μυστηριώδη λόγο ζήτησαν δημόσια εξομολόγηση, αλλά εμένα μου φαίνεται πως κάπως έτσι θα το εξέφραζε μια Άμερλιν, αν δεν είχε άλλη επιλογή εκτός...»