Выбрать главу

«Σχετικά με το στράτευμα, κόρη, η αναφορά μιλάει για δύο με τρεις χιλιάδες άντρες το πολύ. Αν ήταν περισσότεροι, θα φρόντιζαν να γίνουν ορατοί για εκφοβισμό». Κατά τη γνώμη της Ελάιντα, οι κατάσκοποι πάντα υπερέβαλλαν, ώστε να δώσουν μεγαλύτερη αξία στην πληροφορία. Μονάχα οι αδελφές ήταν άξιες εμπιστοσύνης. Οι Κόκκινες αδελφές, δηλαδή. Ή, τουλάχιστον, κάποιες από αυτές. «Δεν θα με ένοιαζε, όμως, ακόμα κι αν είχαν είκοσι χιλιάδες στρατό ή πενήντα ή εκατό. Και ξέρεις γιατί;» Γύρισε, και το πρόσωπο της Αλβιάριν ήταν ατάραχο και λείο, μια μάσκα που κάλυπτε την τυφλή άγνοια. «Φαίνεται να είσαι ενήμερη όσον αφορά στα θέματα του νόμου του Πύργου. Ποια είναι η ποινή που αντιμετωπίζουν οι επαναστάτες;»

«Για τους ηγέτες», απάντησε αργά η Αλβιάριν, «το σιγάνεμα». Συνοφρυώθηκε ελαφρά, ενώ ο ποδόγυρός της μόλις που ανασάλεψε καθώς κούνησε τα πόδια της. Ωραία. Ακόμα και μια Αποδεχθείσα το ήξερε αυτό κι ούτε καν καταλάβαινε για ποιο λόγο ρωτούσε η Ελάιντα. Πολύ καλά. «Η ίδια ποινή ισχύει και για πολλούς από τους υπόλοιπους».

«Ενδεχομένως». Αν οι ηγέτες υποτάσσονταν χωρίς πολλά-πολλά, ίσως τη γλίτωναν, οι περισσότεροι τουλάχιστον. Η ελάχιστη τιμωρία σύμφωνα με το νόμο ήταν να μαστιγωθούν στη Μεγάλη Αίθουσα, μπροστά στις παρευρισκόμενες αδελφές και να ακολουθήσει τουλάχιστον ένας χρόνος και μια μέρα δημόσιας εξομολόγησης. Ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο η εξομολόγηση να γίνει μια κι έξω. Αραιά και πού, μια φορά το μήνα, και η μεταμέλεια των εγκλημάτων τους θα κρατούσε δέκα ολόκληρα χρόνια, υπενθυμίζοντάς τους σταθερά το τίμημα της αντίστασης απέναντι της. Μερικές, βέβαια, θα σιγανεύονταν -όπως η Σέριαμ και κάποιες από τις πιο εξέχουσες περιβόητες Καθήμενες- αλλά μονάχα σαν παράδειγμα για τους υπόλοιπους, έτσι ώστε να φοβούνται να τα βάλουν ξανά με τον Πύργο. Ο Λευκός Πύργος έπρεπε να παραμείνει ενωμένος και δυνατός. Δυνατός και σθεναρός στα δικά της χέρια.

«Μονάχα ένα έγκλημα απ’ όσα έχουν κάνει απαιτεί σιγάνεμα». Η Αλβιάριν έμεινε με το στόμα ανοικτό. Στο παρελθόν υπήρχαν αρχαίες επαναστάσεις, θαμμένες τόσο βαθιά, ώστε ελάχιστες αδελφές γνώριζαν κάτι. Τα Χρονικά παρέμεναν βουβά κι οι λίστες των σιγανεμένων και των εκτελεσμένων ήταν περιορισμένες σε αρχεία στα οποία είχαν πρόσβαση, εκτός από τους λίγους βιβλιοθηκάριους που τα συντηρούσαν, μία Άμερλιν, μία Τηρήτρια κι οι Καθήμενες. Η Ελάιντα δεν έδωσε την παραμικρή ευκαιρία στην Αλβιάριν να μιλήσει. «Κάθε γυναίκα που θα διεκδικήσει με παραπλανητικό τρόπο τον τίτλο της Έδρας της Άμερλιν πρέπει να σιγανευτεί. Αν πίστευαν πως όντως είχαν πιθανότητες επιτυχίας, θα γινόταν Άμερλιν η Σέριαμ, η Λελαίν, η Καρλίνυα ή κάποια από τις υπόλοιπες». Η Τάρνα ανέφερε πως η Ρομάντα Κάσιν είχε ξαναποκτήσει δραστηριότητα. Η Ρομάντα σίγουρα θα άρπαζε το επιτραχήλιο και με τα δυο χέρια, ακόμα κι αν οι πιθανότητες επιτυχίας της περιορίζονταν στο ένα δέκατο. «Ωστόσο, αυτοί προτίμησαν μια Αποδεχθείσα!»

Η Ελάιντα κούνησε το κεφάλι της με ξινισμένο σαρκασμό. Θα μπορούσε να αναφέρει λέξη προς λέξη το νόμο που όριζε με ποιον τρόπο επιλεγόταν μια γυναίκα για να γίνει Άμερλιν -σε τελική ανάλυση, τον είχε χρησιμοποιήσει κι η ίδια κάμποσες φορές— κι ούτε μια φορά δεν απαιτείτο να είναι ολοκληρωμένη αδελφή. Προφανώς έπρεπε να είναι, αλλά αυτοί που πλαισίωσαν τον νόμο δεν έκαναν λόγο για κάτι τέτοιο κι έτσι οι επαναστάτες είχαν βρει το «παραθυράκι» για να τρυπώσουν. «Ξέρουν πως ο αγώνας τους είναι ανώφελος, Αλβιάριν. Αναλώνονται σε λεονταρισμούς και προσπαθούν να αναγείρουν τείχη ενάντια στην τιμωρία που τους περιμένει και να παραχωρήσουν το κορίτσι ως θυσία». Κι αυτό ήταν κρίμα. Αυτή η αλ'Βέρ αποτελούσε ένα ακόμα πιθανό πάτημα για να φθάσει στον αλ'Θόρ, κι όταν η ισχύς της θα άγγιζε το ζενίθ της χαλιναγώγησης της Μίας Δύναμης, θα γινόταν μία από τις ισχυρότερες των τελευταίων χιλίων χρόνων ή και περισσότερο. Πράγματι, ήταν κρίμα.

«Ο Γκάρεθ Μπράυν κι οι στρατιές του δεν μου φαίνεται ότι κάνουν επίδειξη λεονταρισμών. Θα πάρει στον στρατό τους πέντε ή έξι μήνες μέχρι να φθάσουν στην Ταρ Βάλον. Μέχρι τότε, ο Ύπατος Ηγέτης Τσουμπάιν θα έχει αυξήσει τη Φρουρά...»

«Στον στρατό τους», είπε κοροϊδευτικά η Ελάιντα. Τι κουτή που ήταν τελικά η Αλβιάριν. Παρά το ψύχραιμο παρουσιαστικό της δεν ήταν παρά ένα ανόητο κουνέλι. Λίγο ακόμα και θα άρχιζε να αγορεύει τις σαχλαμάρες της Σάντσε σχετικά με τους αδέσποτους Αποδιωγμένους. Βέβαια, δεν ήξερε το μυστικό, αλλά, όπως και να έχει...

«Αγρότες με ακόντια, κρεοπώλες με τόξα και ραφτάδες πάνω στα άλογα! Και κάθε λίγο και λιγάκι να αναλογίζονται τα Λαμπερά Τείχη που κρατάνε φυλακισμένο τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο». Όχι, δεν ήταν κουνέλι. Μάλλον κουνάβι. Αργά ή γρήγορα, όμως, η γούνα αυτού του κουναβιού θα στόλιζε το μανδύα της Ελάιντα. Είθε το Φως να το επέσπευδε. «Σε κάθε τους βήμα θα χάνουν κι από έναν άντρα, για να μη σου πω δέκα. Δεν θα εκπλαγώ αν οι επαναστάτες μας εμφανιστούν μονάχα με τους Προμάχους τους». Αρκετός κόσμος γνώριζε τη διάσπαση στον Πύργο. Από τη στιγμή που η επανάσταση θα έσπαγε, θα κανονιζόταν να φανεί σαν στρατήγημα, ένας ρόλος για να βάλουν στο χέρι τον νεαρό αλ'Θόρ, ίσως. Μια προσπάθεια χρόνων στην οποία αναλώθηκαν τόσες γενεές ώστε οι μνήμες είχαν αρχίσει πια να αργοσβήνουν. Ακόμα κι ο τελευταίος επαναστάτης θα πλήρωνε γι' αυτό γονατίζοντας μπροστά της.