Είχαν φθάσει πια στις ψηλές, σκαλισμένες με λέοντες, θύρες των διαμερισμάτων της. Μικρότεροι λέοντες από εκείνους στα διαμερίσματα της μητέρας της, όπως μικρότερα ήταν και τα διαμερίσματα της Ηλαίην, αλλά ποτέ της δεν σκέφτηκε σοβαρά να κάνει χρήση των βασιλικών θαλάμων. Θα ήταν αλαζονικό, σαν να καθόταν κιόλας στον Θρόνο του Λιονταριού, πριν καλά-καλά επικυρωθεί το δικαίωμά της στο Ρόδινο Στέμμα.
Αναστέναξε κι άπλωσε το χέρι της να πάρει τον φάκελο.
Στο τέλος του διαδρόμου, πρόλαβε να δει τη Σολαίν Μοργκέιλιν και στην Κεράιλε Σουρτόβνι, οι οποίες προχωρούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν χωρίς να δείχνουν ότι έτρεχαν. Το ασήμι άστραφτε στον λαιμό της κακόκεφης γυναίκας που ήταν στριμωγμένη ανάμεσά τους, παρ’ όλο που οι γυναίκες του Σογιού είχαν ρίξει επάνω της μια μεγάλη, πράσινη εσάρπα, για να κρύψουν το α’ντάμ. Αυτό μπορεί να γινόταν αφορμή για συζητήσεις, μια κι όλοι θα το έβλεπαν αργά ή γρήγορα. Θα ήταν καλύτερο αν η ίδια κι οι υπόλοιπες δεν χρειαζόταν να μετακινηθούν, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ανάμεσα στις γυναίκες του Σογιού και στις Ανεμοσκόπους των Θαλασσινών, χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν υπηρετικά διαμερίσματα, για να συγκρατηθεί η ανθρώπινη πλημμυρίδα, αφού δεν ήταν δυνατόν να κοιμούνται σε ένα κρεβάτι δύο και τρία άτομα, τα δε υπόγεια του Παλατιού χρησίμευαν ως αποθήκες κι όχι ως μπουντρούμια. Πώς κατάφερνε ο Ραντ να τα κάνει όλα λάθος; Το ότι ήταν άντρας δεν αποτελούσε επαρκή δικαιολογία. Η Σολαίν κι η Κεράιλε εξαφανίστηκαν σε μια γωνία, μαζί με την αιχμάλωτή τους.
«Η Κυρά Κόρλυ ζήτησε να σας δει σήμερα το πρωί, Αρχόντισσά μου». Η φωνή της Ρενέ ήταν επιμελώς ουδέτερη. Παρακολουθούσε κι η ίδια τις γυναίκες του Σογιού, και κάτι σαν συνοφρύωμα είχε χαραχθεί στο πλατύ της μέτωπο. Οι Θαλασσινοί ήταν παράξενος λαός, ωστόσο δεν είχε πρόβλημα να εντάξει την Κυρά των Κυμάτων μιας φατρίας και το περιβάλλον της στη δική της κοσμοθεωρία, ακόμα κι αν δεν γνώριζε τι ακριβώς ήταν η Κυρά των Κυμάτων μιας φατρίας. Μια υψηλόβαθμη ξένη δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αυτό που υποδήλωνε, κι οι ξένοι ήταν αναμενόμενο να είναι αλλόκοτοι. Εντούτοις, αδυνατούσε να καταλάβει γιατί η Ηλαίην είχε προσφέρει καταφύγιο σε σχεδόν εκατόν πενήντα εμπόρισσες και τεχνίτριες. Ούτε το «Σόι» ούτε ο «Πλεχτός Κύκλος» σήμαιναν κάτι για την ίδια, ακόμα κι αν τα είχε ακουστά, και δεν κατανοούσε τις περίεργες εντάσεις που δημιουργούνταν ανάμεσα σε αυτές τις γυναίκες και στις Άες Σεντάι. Ούτε τις γυναίκες που είχαν φέρει μαζί τους οι Άσα’μαν καταλάβαινε —αιχμάλωτες οι περισσότερες, αν κι όχι κλεισμένες σε κελί— που τις κρατούσαν απομονωμένες και δεν τους επέτρεπαν να μιλήσουν σε κανέναν, παρά μόνο στις γυναίκες που τις συνόδευαν στους διαδρόμους. Η Αρχιυπηρέτρια ήξερε πότε να μην κάνει ερωτήσεις, αλλά δεν της άρεσε διόλου να μην παίρνει είδηση τι συμβαίνει στο Παλάτι. Ο τόνος της φωνής της δεν άλλαξε στο ελάχιστο. «Είπε ότι είχε καλά νέα για εσάς. Σχεδόν, δηλαδή. Πάντως, δεν έκανε αίτηση για ακρόαση».
Τα καλά νέα οποιουδήποτε είδους ήταν προτιμότερα από τις εκθέσεις και τους απολογισμούς, κι η Ηλαίην ήλπιζε να είναι τα νέα που ήθελε να ακούσει. Αφήνοντας τον φάκελο στα χέρια της Αρχιυπηρέτριας, είπε: «Ακούμπησέ τον στο γραφείο μου, σε παρακαλώ. Και πες στον Αφέντη Νόρυ ότι θα τον δω σε λίγο».
Κινήθηκε προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχαν έρθει οι γυναίκες του Σογιού με την αιχμάλωτη τους, βαδίζοντας αρκετά γρήγορα παρά τη φούστα της. Ασχέτως του αν τα νέα ήταν καλά ή όχι, έπρεπε σίγουρα να δει τον Νόρυ και τους εμπόρους, για να μην αναφέρουμε τους απολογισμούς που έπρεπε να υπογραφούν. Η εξουσία συνεπάγεται ατελείωτες εβδομάδες μόχθου και σπάνιες στιγμές ελευθερίας να κάνεις αυτό που θέλεις. Εξαιρετικά σπάνιες. Η Μπιργκίτε βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού της, μια σφιχτή μπάλα ανόθευτου εκνευρισμού κι απογοήτευσης. Αναμφίβολα, έσκαβε στη στοίβα με τα χαρτιά που είχαν συσσωρευτεί πάνω στο τραπέζι της. Η προσωπική της χαλάρωση για σήμερα θα ήταν να βρει χρόνο να αλλάξει τα ρούχα ιππασίας που φορούσε και να φάει ένα βιαστικό γεύμα. Έτσι, περπατούσε γοργά, χαμένη στις σκέψεις της, χωρίς καλά-καλά να βλέπει μπροστά της. Γιατί επειγόταν ο Νόρυ; Σίγουρα όχι για έργα οδοποιίας. Πόσοι κατάσκοποι υπήρχαν, άραγε; Οι πιθανότητες να τους τσακώσει όλους η Κυρά Χάρφορ ήταν λίγες.
Καθώς έστριβε σε μια γωνία, η ξαφνική συναίσθηση μιας γυναίκας ικανής να διαβιβάσει την εμπόδισε να σκοντάψει πάνω στη Βαντέν, που ερχόταν από την άλλη μεριά. Οι δύο γυναίκες ξαφνιάστηκαν κι αναπήδησαν. Ήταν ολοφάνερο πως η Πράσινη αδελφή ήταν εξίσου χαμένη στις σκέψεις της. Η Ηλαίην πρόσεξε τις δύο συντρόφισσές της και τα φρύδια της ανασηκώθηκαν.