Η Κίρστιαν κι η Ζάρυα φορούσαν απλά λευκά ρούχα κι ακολουθούσαν τη Βαντέν σε απόσταση ενός βήματος, με τα χέρια διπλωμένα πειθήνια στο ύψος της μέσης. Τα μαλλιά τους ήταν δεμένα προς τα πίσω και δεν φορούσαν κοσμήματα. Τα στολίδια δεν ενθαρρύνονταν μεταξύ των μαθητευομένων. Ήταν γυναίκες του Σογιού —η Κίρστιαν μάλιστα ανήκε στον ίδιο τον Πλεχτό Κύκλο— αλλά θεωρούνταν φυγάδες του Πύργου κι, εμβόλιμα στους νόμους του Πύργου, είχαν θεσπιστεί ειδικοί τρόποι αντιμετώπισής τους, άσχετα από το διάστημα που είχαν περάσει εκτός Ταρ Βάλον. Όσες επέστρεφαν ήταν υποχρεωμένες να κάνουν τα πάντα στην εντέλεια, να αποτελούν πρότυπο συμπεριφοράς για τις αρχάριες που πάσχιζαν να αποκτήσουν το επώμιο, ενώ μικρές παρατυπίες, που παραβλέπονταν όσον αφορά σε άλλες αδελφές, τιμωρούνταν γρήγορα κι αυοτηρά στην περίπτωσή τους. Όταν έφταναν στον Πύργο, αντιμετώπιζαν σκληρή τιμωρία κι, επιπροσθέτως, δημόσιο μαστίγωμα, και πάλι ακολουθούσαν εξ αρχής το ίδιο επίπονο μονοπάτι για τουλάχιστον έναν χρόνο. Μια λιποτάκτισσα που είχε επιστρέψει αναγκαζόταν να βάλει καλά στο μυαλό της ότι δεν επιτρεπόταν ποτέ, μα ποτέ, να το σκάσει ξανά. Ποτέ! Οι ημιεκπαιδευμένες γυναίκες ήταν πολύ επικίνδυνες για να αφεθούν ελεύθερες.
Η Ηλαίην είχε προσπαθήσει να φανεί επιεικής τις λίγες φορές που είχε βρεθεί μαζί τους — οι γυναίκες του Σογιού δεν ήταν ακριβώς ημιεκπαιδευμένες. Είχαν την ίδια πείρα ως προς τη Μία Δύναμη με οποιαδήποτε Άες Σεντάι, αν όχι και την ίδια εκπαίδευση. Είχε προσπαθήσει, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πως οι περισσότερες από τις υπόλοιπες γυναίκες του Σογιού δεν το ενέκριναν. Με το να τους δοθεί άλλη μία ευκαιρία να γίνουν Άες Σεντάι —όσες μπορούσαν, τουλάχιστον— αγκάλιαζαν με ενθουσιασμό και ζέση τους νόμους και τα έθιμα του Πύργου. Δεν την εξέπληξε η αίσθηση της υποταγής και της προθυμίας, που παρατήρησε στα μάτια των δύο γυναικών, ή ο τρόπος που ακτινοβολούσαν μια υπόσχεση καλής συμπεριφοράς —και την ήθελαν αυτή την ευκαιρία όσο τίποτε άλλο— αλλά το γεγονός ότι ήταν μαζί με τη Βαντέν τής φάνηκε περίεργο. Μέχρι στιγμής, τις είχε αγνοήσει εντελώς.
«Σε έψαχνα, Ηλαίην», είπε η Βαντέν χωρίς περιστροφές. Τα άσπρα της μαλλιά, μαζεμένα στον αυχένα με μια βαθυπράσινη κορδέλα, της προσέδιδαν πάντα έναν αέρα ωριμότητας, παρά τα στιλπνά της μάγουλα. Ο φόνος της αδελφής της της είχε προσθέσει μια βλοσυρότητα που έμοιαζε να τη διαπερνά μέχρι το κόκαλο, ώστε έμοιαζε με άτεγκτο δικαστή. Παλαιότερα, ήταν λυγερόκορμη· τώρα, είχε καταντήσει κοκαλιάρα με βαθουλωτά μάγουλα. «Αυτά τα παιδιά...» Έκοψε στη μέση την πρόταση της, και μια ελαφριά γκριμάτσα λέπτυνε τα χείλη της.
Ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να αναφερθεί στις μαθητευόμενες — η χειρότερη στιγμή για μια γυναίκα που πήγε στον Πύργο δεν ήταν όταν ανακάλυπτε ότι δεν θεωρούνταν ώριμη μέχρι να κερδίσει το επώμιο, αλλά όταν συνειδητοποιούσε πως, όσο φορούσε τα λευκά των μαθητευομένων, τη θεωρούσαν όλοι παιδάκι που μπορούσε κάλλιστα να κάνει ζημιά στον εαυτό του και στους άλλους από άγνοια ή από κάποια γκάφα. Μπορεί, λοιπόν, αυτός να ήταν ο κατάλληλος τρόπος, αλλά στη Βαντέν φάνταζε μάλλον παράταιρος εδώ. Οι πιο πολλές μαθητευόμενες έρχονταν στον Πύργο στην ηλικία των δεκαπέντε ή των δεκαέξι και, μέχρι προσφάτως, καμιά δεν υπερέβαινε τα δεκαοκτώ, εκτός από μερικές που κατάφερναν να υποδυθούν έναν ψεύτικο ρόλο. Αντίθετα με τις Άες Σεντάι, το Σόι έκανε χρήση της ηλικίας όσον αφορά στην ιεραρχία, κι η Ζάρυα —η οποία αυτοαποκαλούνταν Γκαρένια Ροσόιντε, αλλά το Ζάρυα Αλκέζε ήταν το επίσημα καταγεγραμμένο όνομα στα βιβλία των μαθητευομένων και στο Ζάρυα Αλκέζε απαντούσε— με τη θεληματική της μύτη και το πλατύ στόμα, ήταν πάνω από ενενήντα, παρ’ όλο που έμοιαζε μεσήλικη. Καμία από τις γυναίκες δεν φάνταζε θαλερή, παρά τη χρόνια χρήση της Δύναμης, κι η χαριτωμένη, μαυρομάτα Κίρστιαν φάνταζε λίγο μεγαλύτερη, περίπου τριάντα. Ήταν πάνω από τριακοσίων, κι η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως ξεπερνούσε σε ηλικία ακόμη και τη Βαντέν. Η Κίρστιαν είχε απομακρυνθεί από τον Πύργο εδώ και τόσον καιρό, ώστε δεν είχε πρόβλημα να χρησιμοποιεί ξανά το κανονικό της όνομα ή μέρος του. Δεν ανήκε στη συνήθη κατηγορία των μαθητευομένων.
«Αυτά τα παιδιά», συνέχισε με πιο σταθερή φωνή η Βαντέν, ενώ ένα βαθύ συνοφρύωμα χάραζε το μέτωπό της, «αναλογίζονταν τα γεγονότα στη Διάβαση του Κούλεν». Εκεί είχε δολοφονηθεί η αδελφή της, όπως κι η Ισπάν Σεφάρ, όμως η Βαντέν δεν θεωρούσε τον θάνατο μιας Μαύρης αδελφής πιο αξιομνημόνευτο από τον θάνατο ενός λυσσασμένου σκύλου. «Δυστυχώς, αντί να αποκρύψουν τα συμπεράσματά τους, ήρθαν σ’ εμένα. Πάλι καλά που δεν άρχισαν να φλυαρούν σε μέρη όπου θα μπορούσαν να ακουστούν».