Η Ηλαίην συνοφρυώθηκε ελαφρώς. Όλοι στο Παλάτι πλέον είχαν πληροφορηθεί για τις δολοφονίες. «Δεν καταλαβαίνω», είπε αργά και προσεκτικά. Δεν ήθελε να κάνει καμιά νύξη στις δύο γυναίκες, αν οι ίδιες δεν είχαν ήδη ανασκάψει τα επιμελώς κρυμμένα μυστικά. «Κατέληξαν στα σίγουρα ότι επρόκειτο για Σκοτεινόφιλους κι όχι για απλή ληστεία;» Αυτή την ιστορία είχαν αφήσει να κυκλοφορήσει: δύο γυναίκες σε ένα απομονωμένο σπίτι, που δολοφονήθηκαν για τα κοσμήματά τους. Μόνο η ίδια, η Βαντέν, η Νυνάβε κι ο Λαν γνώριζαν ένα μέρος της αλήθειας. Μέχρι στιγμής, δηλαδή. Μάλλον είχαν βρει την άκρη του νήματος, αλλιώς η Βαντέν θα τις είχε ξαποστείλει βάζοντας ψύλλους στα περίεργα αυτιά τους.
«Ακόμη χειρότερα». Η Βαντέν έριξε μια ματιά τριγύρω κι έκανε λίγα βήματα προς το κέντρο, εκεί που τέμνονταν οι διάδρομοι, αναγκάζοντας την Ηλαίην να την ακολουθήσει. Από το πλεονεκτικό αυτό σημείο μπορούσαν να δουν οποιονδήποτε ερχόταν από τη μεριά των διαδρόμων. Οι μαθητευόμενες διατήρησαν τη θέση τους σε σχέση με την Πράσινη αδελφή. Ίσως ήδη να τους είχε μπει αυτός ο ψύλλος στ’ αυτιά, παρά την ανυπομονησία τους. Τριγύρω υπήρχαν κάμποσοι υπηρέτες, αλλά κανείς δεν πλησίαζε αρκετά ώστε να κρυφακούσει. Παρ’ όλ’ αυτά, η Βαντέν χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της. Η ησυχία αδυνατούσε να κρύψει την απογοήτευσή της. «Εξετάζοντας τις παραμέτρους και τα γεγονότα, συμπέραναν πως ο δολοφόνος πρέπει να είναι η Μέριλιλ, η Σάριθα ή η Κάρεαν. Λογική σκέψη εκ μέρους τους, υποθέτω, αλλά δεν θα έπρεπε καν να προβληματιστούν. Θα έπρεπε να είναι τόσο απορροφημένες στα μαθήματά τους, ώστε να μην τους μένει καιρός να σκεφτούν οτιδήποτε άλλο». Παρά τη σκυθρωπή ματιά που έριξε προς το μέρος της Κίρστιαν και της Ζάρυα, οι δυο γερασμένες μαθητευόμενες ακτινοβολούσαν από ευχαρίστηση. Θαμμένη πίσω από την επίπληξη υπήρχε η φιλοφρόνηση, κι η Βαντέν ήταν φειδωλή σε φιλοφρονήσεις.
Η Ηλαίην δεν επεσήμανε ότι οι δύο γυναίκες θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι απασχολημένες, αν η Βαντέν είχε τη διάθεση να συμμετάσχει στα μαθήματά τους. Η ίδια η Ηλαίην, όπως κι η Νυνάβε, είχαν κάμποσες υποχρεώσεις, κι από τη στιγμή που είχαν προστεθεί τα καθημερινά μαθήματα για τις Ανεμοσκόπους —η μόνη που απείχε από αυτά ήταν η Νυνάβε— καμία απολύτως δεν είχε αρκετή ενέργεια για να ασχοληθεί με τις δύο μαθητευόμενες. Το να προσπαθείς να διδάξεις τις γυναίκες των Άθα’αν Μιέρε ήταν σαν να σε περνούν από στύφτη! Ο σεβασμός τους για τις Άες Σεντάι ήταν αμελητέος. Κι ακόμα λιγότερος για τις ιεραρχίες των «στεριανών».
«Αν μη τι άλλο, δεν το ανέφεραν πουθενά», μουρμούρισε. Ευτύχημα, αν και μικρής εμβέλειας.
Όταν είχαν βρει την Αντελέας και την Ισπάν νεκρές, ήταν ολοφάνερο πως ο δολοφόνος πρέπει να ήταν Άες Σεντάι. Πριν πεθάνουν, είχαν παραλύσει από πορφυράγκαθο και, φυσικά, ήταν αδύνατον για τις Ανεμοσκόπους να γνωρίζουν ένα βότανο που φυτρώνει πολύ μακριά από τη θάλασσα. Ακόμα κι η Βαντέν ήταν σίγουρη πως δεν υπήρχαν Σκοτεινόφιλες στους κόλπους του Σογιού. Η Ισπάν είχε διαφύγει ούσα μαθητευόμενη ακόμα, καταφέρνοντας μάλιστα να φτάσει μέχρι το Έμπου Νταρ, αλλά την είχαν ξαναπιάσει πριν της αποκαλυφτεί η ύπαρξη του Σογιού, ενώ υπήρχαν κάμποσες γυναίκες που είχαν απελαθεί από τον Πύργο κι, από καπρίτσιο, αποφάσισαν να τη βοηθήσουν. Με την πιεστική ανάκριση της Βαντέν και της Αντελέας, είχε βγάλει στη φόρα αρκετά πράγματα. Κατάφερε με κάποιον τρόπο να αντισταθεί και να μην πει τίποτα σχετικά με το Μαύρο Άτζα, αποκαλύπτοντας μόνον παλιά σχέδια, εκτελεσμένα από καιρό, αλλά φάνηκε πολύ πρόθυμη να μιλήσει για οτιδήποτε άλλο, από τη στιγμή που η Βαντέν κι η αδελφή της τελείωσαν μαζί της. Δεν είχαν σταθεί ιδιαίτερα ευγενικές απέναντί της και την είχαν βολιδοσκοπήσει σε βάθος, ωστόσο η γυναίκα δεν γνώριζε περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη Άες Σεντάι για το Σόι. Αν υπήρχαν Σκοτεινόφιλες στο Σόι, το Μαύρο Άτζα θα το γνώριζε. Έτσι, εκτός κι αν προέκυπτε κάτι άλλο, ο δολοφόνος ήταν μία από τις τρεις γυναίκες που συμπαθούσαν. Μια Μαύρη αδελφή ανάμεσά τους, ίσως και περισσότερες από μία. Έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να μη διαδοθεί το νέο, τουλάχιστον μέχρι να αποκαλυφθεί ο δράστης. Τα νέα θα προκαλούσαν πανικό σε όλο το Παλάτι, ίσως και σε ολάκερη την πόλη. Μα το Φως, ποιος άλλος, άραγε, θα σκεφτόταν τα γεγονότα στη Διάβαση του Κούλεν; Θα ήταν αρκετά λογικός για να σιωπήσει;
«Κάποια πρέπει να τις πάρει από το χεράκι», είπε με σταθερή φωνή η Βαντέν, «για να τις κρατήσει μακριά από μελλοντικές σκανδαλιές. Χρειάζονται εντατικά μαθήματα και σκληρή δουλειά». Τα πρόσωπα των δύο γυναικών εξακολουθούσαν να ακτινοβολούν κι είχαν μια χροιά μακαριότητας, η οποία χάθηκε σταδιακά. Τα μαθήματα που είχαν πάρει ήταν λίγα αλλά πολύ σκληρά, η δε πειθαρχία πολύ αυστηρή. «Εννοώ εσένα, Ηλαίην, ή τη Νυνάβε».