Η Ηλαίην πλατάγισε τη γλώσσα της εξοργισμένη. «Βαντέν, δεν έχω χρόνο ούτε να σκεφτώ, και ζορίζομαι να βρω κάποια ελεύθερη ώρα να τους αφιερώσω. Θα πρέπει να το αναλάβει η Νυνάβε».
«Τι θα πρέπει να αναλάβει η Νυνάβε;» ακούστηκε η απαιτητική αλλά ευδιάθετη φωνή της γυναίκας που ήρθε κοντά τους. Είχε αποκτήσει με κάποιον τρόπο μια μακριά εσάρπα με κίτρινα κρόσσια, κεντημένα φύλλα και λαμπερά λουλούδια, την οποία είχε τυλίξει γύρω από τους αγκώνες της. Παρά τη χαμηλή θερμοκρασία, φορούσε μια μπλε εσθήτα με χαμηλό ντεκολτέ για τα δεδομένα του Άντορ, αν κι η παχιά, σκούρα πλεξούδα που ήταν περασμένη πάνω από τον ώμο της αναπαυόταν στη σχισμή του στήθους της, εμποδίζοντάς το να αποκαλυφθεί περισσότερο. Η μικρή κόκκινη βούλα, το κι’σάιν, στο μέσον του μετώπου της φάνταζε αρκετά παράξενη. Σύμφωνα με τα έθιμα των Μαλκιρινών, ένα κόκκινο κι’σάιν ήταν ένδειξη παντρεμένης γυναίκας, κι η Νυνάβε, μόλις το έμαθε, επέμενε να το φοράει. Παίζοντας τεμπέλικα με την άκρη της πλεξούδας της, έμοιαζε... ικανοποιημένη... ένα συναίσθημα διόλου σύνηθες για τη Νυνάβε αλ’Μεάρα.
Η Ηλαίην αναπήδησε ξαφνιασμένη μόλις πρόσεξε τον Λαν, λίγα βήματα πιο πίσω, να διαγράφει έναν κύκλο γύρω τους, έχοντας το νου του και στους δύο διαδρόμους. Ψηλός όσο ένας Αελίτης, φορώντας τη βαθυπράσινη μπέρτα του, με ώμους που θα μπορούσαν να ανήκουν σε σιδηρουργό, ο σκληροτράχηλος άντρας κατάφερνε να κινηθεί σαν φάντασμα. Είχε περασμένο το ξίφος στη ζώνη του ακόμα κι εδώ μέσα, στο Παλάτι. Ανέκαθεν προξενούσε ρίγη στην Ηλαίην. Ο θάνατος κοιτούσε μέσα από τα ψυχρά γαλάζια του μάτια. Εκτός από τις φορές που αντίκριζε τη Νυνάβε.
Η ευδαιμονία χάθηκε από το πρόσωπο της Νυνάβε μόλις έμαθε ποιο θα ήταν το έργο της. Έπαψε να ψαχουλεύει την πλεξούδα της και την άρπαξε σφιχτά. «Λοιπόν, για ακούστε με όλες. Μπορεί η Ηλαίην να τριγυρνά από δω κι από κει, κάνοντας δήθεν πολιτική, αλλά είμαι κι εγώ πηγμένη στις δουλειές. Το μισό Σόι και βάλε θα είχε εξαφανιστεί, αν δεν το συγκρατούσε η Άλις. Αφού μάλιστα δεν έχει την παραμικρή ελπίδα να κατακτήσει το επώμιο, δεν είμαι διόλου σίγουρη πόσο θα αντέξει ακόμα. Οι υπόλοιπες νομίζουν ότι μπορούν να τα βάλουν μαζί μου! Χθες, η Σουμέκο με αποκάλεσε... κοπέλα!»
Γύμνωσε τα δόντια της αλλά, όπως και να έχει, το σφάλμα ήταν δικό της. Σε τελική ανάλυση, αυτή ήταν που είχε παροτρύνει το Σόι να δείξει χαρακτήρα αντί να ταπεινώνεται στις Άες Σεντάι. Βέβαια, από καιρό είχαν πάψει να ταπεινώνονται, κι είχαν την τάση να διατηρούν τις αδελφές στις υψηλές προδιαγραφές των Θεσμών τους. Και μια αδελφή βρέθηκε λειψή! Μπορεί να μην ήταν ακριβώς λάθος της Νυνάβε ότι φάνταζε κάτι παραπάνω από είκοσι —το γήρας είχε αρχίσει να επιβραδύνεται από νωρίς— αλλά η ηλικία ήταν πολύ σημαντική για το Σόι κι η ίδια είχε διαλέξει να περνάει τον περισσότερο χρόνο μαζί τους. Έπαψε να τινάζει την πλεξούδα της κι απλώς την τραβούσε τόσο δυνατά, ώστε λίγο ακόμα και θα την ξερίζωνε από το κρανίο της.
«Κι αυτές οι καταραμένες οι Θαλασσινές! Άθλιες γυναίκες! Άθλιες! Άθλιες! Αν δεν ήταν αυτή η καταραμένη συμφωνία...! Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι δύο κλαψιάρες μαθητευόμενες, που να βελάζουν!» Τα χείλη της Κίρστιαν λέπτυναν για μια στιγμή και τα σκοτεινά μάτια της Ζάρυα άστραψαν από αγανάκτηση, αλλά κατάφερε να φανεί και πάλι πειθήνια. Φαινομενικά, τουλάχιστον. Ωστόσο, είχαν αρκετό μυαλό στο κεφάλι τους, ώστε να ξέρουν πως οι μαθητευόμενες δεν μιλούσαν ποτέ μπροστά σε μια Άες Σεντάι.
Η Ηλαίην κατέπνιξε την επιθυμία να εξομαλύνει την κατάσταση. Ήθελε να δώσει από ένα χαστούκι στην Κίρστιαν και στη Ζάρυα. Έκαναν τα πάντα άνω-κάτω, γιατί δεν είχαν κρατήσει κλειστά τα στόματά τους. Ήθελε, όμως, να χαστουκίσει και τη Νυνάβε. Ώστε, τελικά, την είχαν στριμώξει οι Ανεμοσκόποι! Της ήταν αδύνατον να δείξει κατανόηση. «Δεν τριγυρνάω από δω κι από κει, Νυνάβε, και το ξέρεις καλά! Έχω ζητήσει αρκετές φορές τις συμβουλές σου!» Πήρε μια βαθιά ανάσα και πάσχισε να ηρεμήσει. Οι υπηρέτες που είχε δει πίσω από τη Βαντέν και τις δύο μαθητευόμενες σταμάτησαν τις δουλειές τους και κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια την ομάδα των γυναικών. Αμφέβαλε κατά πόσον είχαν προσέξει τον Λαν, όσο εντυπωσιακός κι αν ήταν. Μια λογομαχία μεταξύ δύο Άες Σεντάι ήταν ενδιαφέρον θέαμα, μολονότι οι θεατές έπρεπε να κρατούν αποστάσεις. «Κάποια θα πρέπει να τις αναλάβει υπ’ ευθύνη της», είπε κάπως πιο ήρεμα. «Ή, μήπως, νομίζετε ότι μπορείτε να τους πείτε να τα ξεχάσουν όλα έτσι απλά; Κοίτα τες, Νυνάβε. Αν μείνουν δίχως εποπτεία, το πρώτο πράγμα που θα κάνουν θα είναι να ανακαλύψουν τον ένοχο. Δεν θα πήγαιναν στη Βαντέν, παρά μόνο αν πίστευαν ότι θα τις άφηνε να βοηθήσουν». Οι περί ων ο λόγος γυναίκες έγιναν ζωντανές απεικονίσεις της αθωότητας των μαθητευομένων, με μάτια διάπλατα ανοιχτά και με μια ελαφριά χροιά προσβολής για κάποια άδικη κατηγορία. Η Ηλαίην δεν το πίστευε. Είχαν μια ολόκληρη ζωή μπροστά τους για να μάθουν πώς να κρύβουν τα συναισθήματά τους.