«Και γιατί όχι;» ρώτησε ένα λεπτό αργότερα η Νυνάβε, μετακινώντας την εσάρπα της. «Μα το Φως, Ηλαίην, μην ξεχνάς ότι δεν αντιπροσωπεύουν αυτό που θα περιμέναμε φυσιολογικά εκ μέρους των μαθητευομένων». Η Ηλαίην άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί —πράγματι, δεν ήταν αυτό που περίμεναν φυσιολογικά!— λέγοντας στη Νυνάβε πως μπορεί να μην είχε υπάρξει ποτέ της μαθητευόμενη, αλλά είχε γίνει Αποδεχθείσα λίγο καιρό πριν, μια κλαψιάρα Αποδεχθείσα που όλο βέλαζε, αλλά δεν πρόλαβε, γιατί η Νυνάβε συνέχισε: «Είμαι σίγουρη πως η Βαντέν μπορεί να τις στρώσει μια χαρά. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να τους κάνει τακτικά μαθήματα. Θυμάμαι πως κάποιος μου είχε πει ότι έχεις διδάξει μαθητευόμενες και στο παρελθόν, Βαντέν. Να, λοιπόν, που τακτοποιήθηκε το ζήτημα».
Οι δύο μαθητευόμενες χαμογέλασαν πλατιά, χαμόγελα πρόθυμα και γεμάτα ανυπομονησία —μόνο που δεν έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση— αλλά η Βαντέν κατσούφιασε. «Δεν θέλω μαθητευόμενες μέσα στα πόδια μου ενόσω...»
«Είσαι εξίσου τυφλή με την Ηλαίην», τη διέκοψε η Νυνάβε. «Είναι πολύ έμπειρες στο να κάνουν μια Άες Σεντάι να τις θεωρήσει ως κάτι άλλο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα. Έχουν την ικανότητα να δουλέψουν όπως εσύ τις κατευθύνεις, πράγμα που θα σου εξοικονομήσει χρόνο για φαγητό και ύπνο. Δεν νομίζω ότι ασχολείσαι με κάτι από τα δύο». Ορθώθηκε κι έριξε την εσάρπα πάνω από τους ώμους της και κατά μήκος των χεριών της. Η παράσταση της ήταν θαυμάσια. Παρότι κοντή, στο ύψος της Ζάρυα, και σημαντικά κοντύτερη από τη Βαντέν ή την Κίρστιαν, κατάφερνε να φαίνεται ψηλότερη απ’ όλες. Επρόκειτο για τέχνη, στην οποία η Ηλαίην πολύ θα ήθελε να αριστεύσει κάποτε. Βέβαια, δεν θα προσπαθούσε ποτέ να το πετύχει φορώντας ένα τέτοιο φόρεμα. Η Νυνάβε ριψοκινδύνευε που είχε εμφανιστεί. Αυτό, ωστόσο, δεν μείωνε διόλου την παρουσία της. Ήταν η προσωποποίηση της εξουσίας. «Θα το κάνεις, Βαντέν», είπε με σταθερή φωνή.
Η κατήφεια της Βαντέν χάθηκε με αργό ρυθμό, αλλά χάθηκε. Η Νυνάβε βρισκόταν σε υψηλότερη θέση ως προς τη Δύναμη από εκείνη και, παρ’ όλο που ποτέ δεν το σκεφτόταν συνειδητά, τα βαθιά ριζωμένα έθιμα την ανάγκασαν να υποχωρήσει, καίτοι απρόθυμα. Όταν στράφηκε προς την κατεύθυνση των δυο λευκοντυμένων γυναικών, το πρόσωπό της ήταν σχεδόν ανέκφραστο, ως συνήθως έπειτα από τη δολοφονία της Αντελέας. Πράγμα που σήμαινε πως ο δικαστής δεν θα διέταζε άμεση εκτέλεση. Ίσως αργότερα. Το οστεώδες πρόσωπό της ήταν ήρεμο, ακλόνητο και βλοσυρό.
«Πράγματι, δίδασκα για ένα διάστημα μαθητευόμενες», είπε. «Για λίγο, δηλαδή. Η Κυρά των Μαθητευομένων πίστευε πως ήμουν πολύ σκληρή μαζί τους». Ο ενθουσιασμός των δύο γυναικών πάγωσε κάπως. «Το όνομά της ήταν Σερέιλε Μπάγκαντ». Το πρόσωπο της Ζάρυα έγινε ωχρό, όπως και της Κίρστιαν, η οποία τρίκλισε κάπως, σαν να είχε ζαλιστεί ξαφνικά. Ως Κυρά των Μαθητευομένων και, μετέπειτα, ως Έδρα της Άμερλιν, η Σερέιλε ήταν ένας θρύλος. Το είδος του θρύλου που σε κάνει να ξυπνάς ιδρωμένος στα βαθιά μεσάνυχτα. «Τρώω», είπε η Βαντέν στη Νυνάβε, «αλλά τα πάντα έχουν τη γεύση της στάχτης». Κάνοντας μια κοφτή χειρονομία προς το μέρος των δύο μαθητευομένων, για να την ακολουθήσουν, παραμέρισε τον Λαν. Οι δύο γυναίκες παρέπαιαν ελαφρά ξοπίσω της.
«Ξεροκέφαλη γυναίκα», μούγκρισε η Νυνάβε, κοιτώντας τες συνοφρυωμένη να απομακρύνονται, αλλά στη φωνή της υπήρχε κάτι παραπάνω από μια χροιά συμπόνιας. «Ξέρω μια ντουζίνα βότανα που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να κοιμηθεί, αλλά ούτε που θα τα άγγιζε. Μου φαίνεται πως θα ρίξω κάτι στο βραδινό της κρασί».
Ένας σοφός ηγεμόνας, σκέφτηκε η Ηλαίην, ξέρει καλά πότε πρέπει να μιλάει και πότε όχι. Τέλος πάντων, οι σοφίες αυτές ίσχυαν για τον καθένα. Δεν σχολίασε, λοιπόν, ότι το να αποκαλέσει η Νυνάβε κάποια ξεροκέφαλη ήταν σαν να έλεγε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα. «Έχεις υπ’ όψιν σου τι μαντάτα έφερε η Ρεάνε;» ρώτησε. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, θα πρέπει να είναι μάλλον καλά».
«Δεν την είδα το πρωί», αποκρίθηκε μουρμουριστά η άλλη γυναίκα, εξακολουθώντας να κοιτάει τη Βαντέν. «Δεν βγήκα καν από τα διαμερίσματά μου». Ξαφνικά, κούνησε απότομα το κεφάλι της και, για κάποιο λόγο, κοίταξε ύποπτα και βλοσυρά την Ηλαίην. Κι ύστερα, αν είναι δυνατόν, τον Λαν, ο οποίος συνέχιζε ατάραχος να στέκεται φρουρός.