Выбрать главу

Η Νυνάβε ισχυριζόταν πως είχε κάνει έναν λαμπρό γάμο —και δεν σήκωνε κουβέντα γι’ αυτό το θέμα από τις άλλες γυναίκες— αλλά η Ηλαίην πίστευε πως έλεγε ψέματα, για να καλύψει κάποια απογοήτευση. Το πιθανότερο ήταν πως ο Λαν ήταν έτοιμος να επιτεθεί και να πολεμήσει, ακόμα κι όταν κοιμόταν. Θα ήταν σαν να είσαι ξαπλωμένη πλάι σε πεινασμένο λιοντάρι. Επιπλέον, η πέτρινη έκφραση ήταν αρκετή για να παγώσει τις γαμήλιες επιδόσεις στο κρεβάτι. Ευτυχώς, η Νυνάβε δεν είχε ιδέα για το περιεχόμενο των σκέψεών της. Η γυναίκα χαμογέλασε, και το χαμόγελο, παραδόξως, ήταν διασκεδαστικό και... συγκαταβατικό; Όχι, βέβαια. Ιδέα της θα ήταν.

«Ξέρω πού βρίσκεται η Ρεάνε», είπε η Νυνάβε, ρίχνοντας πάλι την εσάρπα στους αγκώνες της. «Έλα μαζί μου. Θα σε πάω εκεί».

Η Ηλαίην γνώριζε επακριβώς πού βρισκόταν η Ρεάνε, μια και δεν είχε απομονωθεί με τη Νυνάβε, όμως για άλλη μία φορά συγκράτησε τη γλώσσα της κι άφησε τη Νυνάβε να την οδηγήσει. Ήταν ένα είδος μετάνοιας, επειδή είχαν λογοφέρει νωρίτερα, ενώ θα έπρεπε να προσπαθήσει να τα βρει μαζί της. Ο Λαν τις ακολούθησε, με τα παγερά του μάτια να επιθεωρούν τους διαδρόμους. Οι υπηρέτες που προσπερνούσαν τραβιόνταν μόλις το βλέμμα του Λαν έπεφτε επάνω τους. Μια νεαρή ξανθή κοπέλα μάζεψε τη φούστα της κι άρχισε να τρέχει, πέφτοντας από τη βιασύνη της στον ορθοστάτη ενός φανού, αφήνοντάς τον να κουνιέται μπρος-πίσω.

Η Ηλαίην θυμήθηκε να πει στη Νυνάβε σχετικά με την Ελένια, τη Νάεαν και τους κατασκόπους. Η Νυνάβε το πήρε αρκετά ψύχραιμα. Συμφώνησε με την Ηλαίην πως σύντομα θα γνώριζαν ποιος είχε ελευθερώσει τις δύο γυναίκες, ρουθουνίζοντας περιφρονητικά κι αποπεμπτικά για τις αμφιβολίες της Σάριθα. Επιπλέον, εξέφρασε την έκπληξή της που δεν τις είχαν απαγάγει ήδη στο Αρινγκίλ. «Δεν πίστεψα ότι ήταν ακόμα εκεί όταν εμείς φτάσαμε στο Κάεμλυν. Κι ο πιο ηλίθιος θα μπορούσε να καταλάβει πως, αργά ή γρήγορα, θα τις έφερναν εδώ. Είναι πολύ πιο εύκολο να τις βγάλεις από μια μικρή πόλη». Μικρή πόλη. Κάποτε, το Αρινγκίλ θα της φαινόταν μεγαλούπολη. «Όσο για τους κατασκόπους...» Κοίταξε συνοφρυωμένη έναν ψηλόλιγνο, γκριζομάλλη άντρα, που γέμιζε με λάδι έναν επιχρυσωμένο όρθιο φανό και κούνησε το κεφάλι της. «Φυσικά κι υπάρχουν. Το ήξερα εξ αρχής. Πρέπει να προσέχεις τι λες, Ηλαίην. Να μη μιλάς σε κάποιον που δεν γνωρίζεις πολύ καλά, εκτός αν πρόκειται για κάτι που δεν σε νοιάζει να μαθευτεί».

Πότε να μιλάς και πότε όχι, σκέφτηκε η Ηλαίην, σουφρώνοντας τα χείλη της. Μερικές φορές, αυτό ήταν σαν ποινή, με τη Νυνάβε.

Η Νυνάβε είχε και δικές της πληροφορίες να μεταδώσει. Δεκαοκτώ από τις γυναίκες του Σογιού που τις συνόδευσαν στο Κάεμλυν δεν βρίσκονταν πια στο Παλάτι. Δεν το είχαν σκάσει, πάντως. Εφ’ όσον καμία δεν ήταν αρκετά δυνατή ώστε να Ταξιδέψει, η Νυνάβε είχε υφάνει αυτοπροσώπως τις πύλες, στέλνοντάς τες κατευθείαν στην Αλτάρα, στην Αμαδισία και στο Τάραμπον, δηλαδή στις κατεχόμενες από τους Σωντσάν περιοχές, όπου θα προσπαθούσαν να βρουν όσα μέλη του Σογιού δεν είχαν ήδη φύγει και να τα φέρουν πίσω, στο Κάεμλυν.

Θα ήταν πολύ καλύτερα αν η Νυνάβε είχε σκεφτεί να την πληροφορήσει χθες, όταν έφυγαν ή, ακόμα καλύτερα, όταν η ίδια με τη Ρεάνε αποφάσισαν να τις στείλουν, αλλά η Ηλαίην δεν το ανέφερε. Αντί γι’ αυτό, είπε: «Πολύ γενναίο εκ μέρους τους. Δεν θα είναι εύκολο να αποφύγουν την αιχμαλωσία».

«Πράγματι, πολύ γενναίο», αποκρίθηκε η Νυνάβε, αν κι ακούστηκε κάπως εκνευρισμένη. Το χέρι της πήγε ξανά στην πλεξούδα της. «Δεν τις διαλέξαμε γι’ αυτό, όμως. Η Άλις σκέφτηκε πως δεν το είχαν σε τίποτα να δραπετεύσουν, αν δεν τους δίναμε κάτι να ασχοληθούν». Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της, προς τη μεριά του Λαν, και κατέβασε το χέρι της. «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να τα καταφέρει η Εγκουέν», είπε αναστενάζοντας. «Άντε και λέμε ωραία και καλά ότι όλες όσες ανήκουν στο Σόι θα "συνεταιριστούν" με τον Πύργο, αλλά πώς; Οι περισσότερες δεν είναι αρκετά δυνατές, ώστε να κερδίσουν το επώμιο, και πολλές δεν φτάνουν καν ως το επίπεδο της Αποδεχθείσας. Και, σίγουρα, δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν μαθητευόμενες ή Αποδεχθείσες για όλη τους τη ζωή».

Αυτή τη φορά, η Ηλαίην δεν είπε τίποτα, γιατί απλά δεν ήξερε τι να πει. Η υπόσχεση έπρεπε να τηρηθεί· την είχε δώσει η ίδια. Ναι, είναι αλήθεια ότι την είχε δώσει στο όνομα της Εγκουέν και με δική της διαταγή, αλλά η Ηλαίην ήταν αυτή που είχε προφέρει τα λόγια, και πλέον δεν μπορούσε να αθετήσει τον λόγο της. Μόνο που δεν είχε ιδέα πώς θα τηρούσε την υπόσχεση, εκτός αν κάτι πραγματικά θαυμαστό ξεπηδούσε στο μυαλό της Εγκουέν.

Η Ρεάνε Κόρλυ ήταν ακριβώς εκεί που περίμενε η Ηλαίην, σε ένα μικρό δωμάτιο με δύο στενά παράθυρα, που έβλεπαν σε μια μικρή αυλή με σιντριβάνι, κάπου στα βάθη του Παλατιού, αν και το σιντριβάνι ήταν στεγνό τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, και τα γυάλινα δίφυλλα παράθυρα έκαναν τον χώρο κάπως πνιγηρό. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με απλές μαύρες πλάκες, χωρίς χαλί, ενώ τα μόνα έπιπλα που υπήρχαν ήταν ένα στενό τραπέζι και δύο καρέκλες. Υπήρχαν άλλα δύο άτομα μαζί με τη Ρεάνε όταν μπήκε η Ηλαίην. Η Άλις Τέντζαϊλ, ντυμένη με ένα απλό ψηλόλαιμο γκρίζο ρούχο, κοίταξε προς το μέρος της από το σημείο όπου βρισκόταν, στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Φαινομενικά μεσήλικη, ήταν μια γυναίκα με ευχάριστη εμφάνιση, δίχως κάτι το ιδιαίτερο, η οποία μπορούσε να γίνει πολύ αξιόλογη από τη στιγμή που θα τη γνώριζες καλύτερα, και πολύ δυσάρεστη, αν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Η ματιά που έριξε ήταν αρκετή· κατόπιν, επέστρεψε στη μελέτη της και σε όσα συνέβαιναν στο τραπέζι. Οι Άες Σεντάι, οι Πρόμαχοι κι οι Κόρες-Διάδοχοι δεν εντυπωσίαζαν την Άλις, όχι τώρα πια. Η Ρεάνε καθόταν στη μία πλευρά του τραπεζιού, με πρόσωπο ρυτιδωμένο και με μαλλιά πιο γκρίζα από ποτέ, φορώντας ένα πράσινο φόρεμα, πιο περίτεχνο από της Άλις. Είχε απορριφθεί από τον Πύργο όταν απέτυχε στις δοκιμασίες για τις Αποδεχθείσες κι, όταν της προσφέρθηκε μια δεύτερη ευκαιρία, υιοθέτησε τα χρώματα του Άτζα που προτιμούσε. Απέναντι της καθόταν μια πλαδαρή γυναίκα, που φορούσε ένα μονόχρωμο καφετί μάλλινο, με πρόσωπο ανέκφραστο κι αψήφιστο και με τα σκοτεινά της μάτια κλειδωμένα πάνω στη Ρεάνε, αποφεύγοντας να κοιτάξει το ασημί α’ντάμ, που κειτόταν σαν φίδι ανάμεσά τους, πάνω στο τραπέζι. Τα χέρια της, ωστόσο, χάιδευαν την άκρη της επιφάνειας του τραπεζιού κι η Ρεάνε είχε ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης, που βάθαινε τις όμορφες γραμμές στις γωνίες των ματιών της.