«Μη μου πεις πως κατάφερες να λογικέψεις έστω και μία από δαύτες», είπε η Νυνάβε, πριν καλά-καλά προλάβει ο Λαν να κλείσει την πόρτα πίσω τους. Αγριοκοίταξε τη γυναίκα με το καφέ ρούχο σαν να ήθελε να τη χαστουκίσει, αν όχι κάτι ακόμα χειρότερο, κι έπειτα το βλέμμα της πετάχτηκε στην Άλις. Η Ηλαίην νόμισε πως η Νυνάβε έτρεφε κάποιου είδους δέος για την Άλις. Η γυναίκα ήταν ελάχιστα ισχυρή ως προς τη Δύναμη —ποτέ δεν θα κατακτούσε το επώμιο— αλλά είχε έναν τρόπο να παίρνει τον έλεγχο όποτε ήθελε και να γίνεται αποδεκτή στον καθένα γύρω της. Συμπεριλαμβανομένων των Άες Σεντάι. Η Ηλαίην πίστευε πως κι η ίδια έτρεφε κάποιο δέος για την Άλις.
«Εξακολουθούν να αρνούνται ότι μπορούν να διαβιβάσουν», μουρμούρισε η Άλις, διπλώνοντας τα μπράτσα κάτω από τα στήθη της και κοιτώντας συνοφρυωμένη τη γυναίκα απέναντι από τη Ρεάνε. «Έχω την εντύπωση πως πράγματι δεν μπορούν, αλλά διαισθάνομαι... κάτι. Όχι ακριβώς τη σπίθα μιας γυναίκας που έχει γεννηθεί με αυτό το χάρισμα, αλλά σχεδόν. Λες και βρίσκεται στο μεταίχμιο της διαβίβασης, σαν να είναι έτοιμη για το επόμενο βήμα... Ποτέ στο παρελθόν δεν έχω διαισθανθεί κάτι παρόμοιο. Τέλος πάντων. Αν μη τι άλλο, δεν προσπαθούν πια να μας γρονθοκοπήσουν. Νομίζω πως τους το έκανα σαφές!» Η πλαδαρή γυναίκα την κοίταξε σκυθρωπά και αγριεμένα, αλλά απέστρεψε τη ματιά της από το σταθερό βλέμμα της Άλις, με το στόμα της να συστρέφεται σε έναν μορφασμό αηδίας. Όταν η Άλις έκανε κάτι σαφές, δεν σήκωνε την παραμικρή αντίρρηση. Τα χέρια της συνέχισαν να κινούνται κατά μήκος της επιφάνειας του τραπεζιού. Η Ηλαίην είχε την εντύπωση πως το έκανε ασυναίσθητα.
«Εξακολουθούν να αρνούνται ότι βλέπουν ροές, αλλά προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους», είπε η Ρεάνε με τη διαπεραστική, μελωδική φωνή της. Συνέχισε να χαμογελά, ως απάντηση στο επίμονο βλέμμα της άλλης γυναίκας. Κάθε αδελφή θα ζήλευε το επιβλητικό παρουσιαστικό και την ηρεμία της Ρεάνε. Ήταν η Πρεσβύτερη του Πλεχτού Κύκλου κι ασκούσε τη μεγαλύτερη εξουσία στο Σόι. Σύμφωνα με τις Αρχές τους, ο Πλεχτός Κύκλος υπήρχε μονάχα στο Έμπου Νταρ, αλλά και πάλι ήταν η γηραιότερη ανάμεσα σε όσες υπήρχαν στο Κάεμλυν, εκατό χρόνια μεγαλύτερη από οποιαδήποτε Άες Σεντάι υπήρξε ποτέ, εφάμιλλη κάθε αδελφής με τον αέρα της γαλήνιας εξουσίας που απέπνεε. «Ισχυρίζονται ότι τις ξεγελάσαμε χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, για να τις κάνουμε να πιστέψουν πως το α’ντάμ μπορεί να τις συγκρατήσει. Αργά ή γρήγορα, θα ξεμείνουν από ψέματα». Τράβηξε προς το μέρος της το α’ντάμ κι άνοιξε το κούμπωμα του περιλαίμιου με μια επιδέξια κίνηση. «Μήπως θες να ξαναδοκιμάσουμε, Μάρλι;» Η γυναίκα με τα καφέ —η Μάρλι— απέφευγε ακόμη να κοιτάξει το κομμάτι από ασημί μέταλλο που κρατούσε στα χέρια της η Ρεάνε, αλλά κοκάλωσε και τα χέρια της κινήθηκαν σπασμωδικά στην άκρη του τραπεζιού.