Η Ηλαίην αναστέναξε. Τι δώρο κι αυτό που της είχε στείλει ο Ραντ. Κελεπούρι! Είκοσι εννέα σουλ’ντάμ των Σωντσάν, επιδέξια αιχμαλωτισμένες από το α’ντάμ, και πέντε νταμέην —πόσο μισούσε αυτή τη λέξη, που σήμαινε Η Δεμένη ή απλώς Δεμένη, κάτι που δεν απείχε από την πραγματικότητα, δηλαδή— οι οποίες ήταν αδύνατον να αφεθούν ελεύθερες, γιατί απλούστατα θα προσπαθούσαν να ελευθερώσουν και τις γυναίκες Σωντσάν που τις κρατούσαν αιχμάλωτες. Καλύτερα να της χάριζε λεοπαρδάλεις δεμένες με σχοινάκια. Αν μη τι άλλο, οι λεοπαρδάλεις δεν ήταν ικανές να διαβιβάζουν. Τις είχαν παραδώσει στη φύλαξη του Σογιού, αφού κανείς άλλος δεν διέθετε τον απαιτούμενο χρόνο.
Ωστόσο, είχε βρει αμέσως τι θα μπορούσε να κάνει με τις σουλ’ντάμ. Να τις πείσει ότι θα μπορούσαν να μάθουν πώς να διαβιβάζουν κι έπειτα να τις στείλει πίσω, στους Σωντσάν. Εκτός από τη Νυνάβε, μόνο η Εγκουέν, η Αβιέντα και μερικές γυναίκες από το Σόι γνώριζαν το σχέδιό της. Η Νυνάβε κι η Εγκουέν είχαν τις αμφιβολίες τους, αλλά όσο κι αν οι σουλ’ντάμ πάσχιζαν να κρύψουν αυτό που ήταν από τη στιγμή που θα επιστρέφονταν, όλο και κάτι θα ξέφευγε. Αν, φυσικά, δεν ανέφεραν τα πάντα αμέσως. Οι Σωντσάν είχαν τα χούγια τους· ακόμα κι οι Σωντσάν μεταξύ των νταμέην πίστευαν πως, όποια γυναίκα ήταν ικανή να διαβιβάζει, έπρεπε να δεθεί με περιλαίμιο για την ασφάλεια των υπολοίπων. Οι σουλ’ντάμ, εξαιτίας της ικανότητάς τους να ελέγχουν τις γυναίκες που φορούσαν α’ντάμ, αντιμετωπίζονταν με μεγάλο σεβασμό από τους Σωντσάν. Η επίγνωση ότι κι οι ίδιες οι σουλ’ντάμ μπορούσαν να διαβιβάσουν ήταν ικανή να τρίξει τα θεμέλια των Σωντσάν, ακόμα και να τους διαλύσει. Έμοιαζε τόσο απλό στην αρχή.
«Απ’ ό,τι κατάλαβα, Ρεάνε, θα πρέπει να έχεις καλά νέα», είπε η Ηλαίην. «Αν υποθέσουμε πως δεν έχουν να κάνουν με την κατάρρευση των σουλ’ντάμ, σε τι ακριβώς αφορούν;» Η Άλις έριξε μια βλοσυρή ματιά στον Λαν, ο οποίος στεκόταν σαν σιωπηλός φρουρός μπροστά στην πόρτα —δεν ενέκρινε διόλου να γνωρίζει κι αυτός τα σχέδιά τους— αλλά δεν είπε τίποτα.
«Μια στιγμή, σε παρακαλώ», μουρμούρισε η Ρεάνε. Δεν ήταν ακριβώς παράκληση. Η Νυνάβε είχε κάνει πράγματι καλή δουλειά. «Δεν είναι ανάγκη να ακούει κι αυτή». Η λάμψη του σαϊντάρ φάνηκε να την περικυκλώνει ξαφνικά. Κούνησε τα δάχτυλα της καθώς διαβίβαζε, λες και καθοδηγούσε τις ροές του αέρα που κρατούσαν τη Μάρλι καθισμένη στην καρέκλα, μετά τα έπλεξε μεταξύ τους και σχημάτισε κάτι σαν κύπελλο με τις χούφτες της, σαν να έπλαθε το ξόρκι ηχομόνωσης που ύφαινε γύρω από τη γυναίκα. Οι χειρονομίες δεν αποτελούσαν μέρος της διαβίβασης, φυσικά, αλλά για την ίδια ήταν απαραίτητες, μια κι έτσι είχε μάθει να υφαίνει. Τα χείλη της σουλ’ντάμ συσπάστηκαν ελαφρά, σε ένδειξη περιφρόνησης. Η Μία Δύναμη δεν τη φόβιζε καθόλου.
«Με την ησυχία σου», είπε δηκτικά η Νυνάβε, ακουμπώντας τα χέρια στους γοφούς της. «Δεν βιαζόμαστε». Η Ρεάνε δεν την τρόμαζε όπως η Άλις.
Από την άλλη, ούτε η Νυνάβε τρόμαζε τη Ρεάνε πια, η οποία όντως δεν βιαζόταν κι έκανε τη δουλειά της με την ησυχία της, μελετώντας το χειροτέχνημά της και νεύοντας με ικανοποίηση πριν ανασηκωθεί. Οι γυναίκες του Σογιού προσπαθούσαν να διαβιβάζουν μόνο όσο ήταν απαραίτητο, κι η Ρεάνε απολάμβανε ότι είχε το ελεύθερο να χρησιμοποιεί το σαϊντάρ όσο συχνά ήθελε. Επιπλέον, ένιωθε υπερήφανη που ύφαινε καλά.
«Τα καλά νέα», είπε, καθώς ανασηκωνόταν κι ίσιωνε τη φούστα της, «είναι ότι τρεις από τις νταμέην είναι έτοιμες να ελευθερωθούν από τα περιλαίμιά τους. Μάλλον, δηλαδή».
Η Ηλαίην ανασήκωσε τα φρύδια της κι αντάλλαξε παραξενεμένες ματιές με τη Νυνάβε. Από τις πέντε νταμέην που τους είχε παραδώσει ο Τάιμ, μία είχε οδηγηθεί από τους Σωντσάν στο Τόμαν Χεντ και μία άλλη στο Τάντσικο. Οι υπόλοιπες είχαν έρθει από το Σωντσάν.
«Δυο από τις Σωντσάν, η Μαρίλε κι η Τζιλάρι, εξακολουθούν να υποστηρίζουν πως τους αξίζει να φορούν περιλαίμιο, πως είναι αναγκαίο να το φορούν». Το στόμα της Ρεάνε σφίχτηκε από αηδία, αλλά έκανε μόνο μια στιγμιαία παύση. «Φαίνεται πως πραγματικά τρομοκρατούνται στην προοπτική της ελευθερίας. Η Αλίβια έθεσε τέλος σε αυτό. Τώρα λέει πως απλώς φοβόταν ότι θα την ξαναπάρουν. Λέει πως μισεί όλες τις σουλ’ντάμ, δείχνοντάς το μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο, μια κι, όταν τις βλέπει, γρυλίζει και τις καταριέται, αλλά...» Κούνησε αργά το κεφάλι της, αμφιβάλλοντας κάπως. «Της πέρασαν περιλαίμιο στα δεκατρία ή δεκατέσσερα χρόνια της, Ηλαίην, δεν θυμάται πολύ καλά, κι ήταν νταμέην επί τετρακόσια χρόνια! Και πέραν τούτου είναι... είναι... η Αλίβια είναι πολύ πιο δυνατή από τη Νυνάβε», αποτελείωσε βιαστικά την πρότασή της. Μπορεί το Σόι να συζητούσε ανοικτά το θέμα της ηλικίας, αλλά διατηρούσε τις επιφυλάξεις των Άες Σεντάι σχετικά με το σθένος στη Δύναμη. «Να τολμήσουμε να την αφήσουμε ελεύθερη; Μια αδέσποτη Σωντσάν, που μπορεί να κάνει το Παλάτι άνω-κάτω;» Το Σόι είχε την ίδια γνώμη με τις Άες Σεντάι αναφορικά με τις αδέσποτες. Ως επί το πλείστον, δηλαδή.